(ΓΣΕΕ+γενίτσαρος)

Μέχρι στιγμής τον επιστημονικότερο ορισμό του λήμματος οφείλουμε στον καθηγητή Βερέμη (8:49) στο επισυναπτόμενο βίντεο. Έτσι μαθαίνουμε ότι «οι γεσεενίτσαροι ήταν αρχικά απλοί Έλληνες εργαζόμενοι που είχαν την δυνατότητα να μιλάνε με τους μαγαζοτζαμπάσηδες και τους βουλευτοπασάδες. Στην πορεία αλλάξανε στρατόπεδο. Κάποιες φορές αλλαξοπιστούσαν κιόλας και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κέρδισαν την εμπιστοσύνη των βουλευτοπασάδων και βρέθηκαν με πλούτη και μεγάλη δύναμη. Κάποιοι μάλιστα, παρότι το βουλευτοπασαδιλίκι πέρναγε -περίπου όπως στις ημέρες μας- από πατέρα σε γιό, κατάφεραν να αποκτήσουν ακόμη και αυτό το ίδιο το αξίωμα.

Παράδειγμα στο βίντεο, ακριβώς πριν από τον ορισμό του Βερέμη.

(από Ελβετός, 08/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανορθόγραφη μορφή του «υπερκαινοφανής» (ενν. αστέρας) = σούπερ νόβα. Επίθετο για την πρωτάκουστη ανοησία, για την κενή περιεχομένου έκφραση που ακούγεται πρώτη φορά.

Τον άκουσα να μιλάει και πάλι στα τηλεοπτικά παράθυρα και γελούσα με τις υπερκενοφανείς ελληνικούρες του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το σκατά + Κάτουλλος (Γάιος Βαλέριος Κάτουλλος, Ρωμαίος ποιητής του 1ου π.Χ αιώνα). Είναι απαξιωτικός χαρακτηρισμός για τον ίδιο τον Κάτουλλο, δημιουργό μερικών πολύ αθυρόστομων και κιναιδικών ποιημάτων, και κατ'επέκτασιν για κάθε συγγραφέα και ποιητή που βωμολοχεί.

- Διάβασες το «Πούστευε και Μη Ερεύνα»του Τζίμη Πανούση;
- Σιγά μη διαβάσω αυτόν τον Σκάτουλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιωτικός κουρέας στην στρατιωτική αργκό.

- Ρε συ κι ο λοχαγός στον Νίντζα κουρεύεται; Ο γύφτουλας! Δεν είχε 10 ευρώ να δώσει να πάει έξω να κουρευτεί σαν άνθρωπος;

Υπάρχει... (από Vrastaman, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified