Φράση που ξεκίνησε να ακούγεται τη δεκαετία του '60 στην Ελλάδα χαρακτηρίζοντας τους νεαρούς με ατημέλητο κούρεμα που άκουγαν Beatles, Rolling Stones και λοιπά ροκ εν ρολ συγκροτήματα οι στίχοι των οποίων περιείχαν σε υπερβολικές δόσεις τη λέξη «yeah».

Οι περισσότερες Ελληνικές κωμωδίες της δεκαετίας του '60-'70 περιέχουν από μια τουλάχιστον αναφορά στους γιεγιέδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο καταφερτζής, ο πονηρός γενικότερα.

Πρόκειται για όρο του υπόκοσμου.

- Ο Μάκης; Γνωστός ακριδάτος στην πιάτσα. Έχει αδειάσει ολόκληρη πολυκατοικία μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεροσταλλάκτης (υδρορροή) στο κάτω μέρος ενος ξύλινου παραθύρου. Έχει εκλείψει πλέον.

-Δεν θα πιστέψεις τι έπαθε ο Μάκης. Έσκαβε πίσω στο κήπο και ξεκόλλησε το μπουγιουντρούκι απ' το παράθυρο του πάνω ορόφου και του 'σκασε στο κεφάλι.

Got a better definition? Add it!

Published

Το λουκούλλειο γεύμα, η υπερβολική κατανάλωση φαγητού, η κραιπάλη, συνήθως με παρέα.

- Τι κάνατε χτες τελικά;
- Άσε, πήγαμε σε μια χασαποταβέρνα και τα τσακίσαμε όλα, μιλάμε για τρελή μασαμπούκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσούλα, η εύκολη, η γυναίκα του πεζοδρομίου.

-Ίσα μωρή χαμούρα που θες και να τα ξαναβρούμε! Όταν μου φόραγες το κέρατο ήταν καλά, ε;

(από xalikoutis, 17/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πάχος στην περιοχή της κοιλιάς.

Φαίνεται πιό έντονα όταν φοράμε στενό παντελόνι.

- Που πάει έτσι η χαβούζα με το ξώκοιλο; Τα πατσοκοίλια της μοστράρει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περιοχή ανάμεσα στα γυναικεία στήθη.

-Την είδες την άλλη με το ξώβυζο; Έπαθα πλάκα, θέλω να χωθώ ολόκληρος στη βυζοχαράδρα της...

Βλ. και βυζολάκκος, κωλοχαράδρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι καταθλιπτικό και συνήθως βαρετό που σε φέρνει στα πρόθυρα της αυτοκτονίας.

-Γαμώ τα κομμάτια, ε;
-Καλό ειναι, δεν λέω, αλλα πολύ κοψοφλεβιά ρε παιδί μου... Βάλε να ακούσουμε κάτι πιο χαρούμενο!

Από το κόβω φλέβες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηλεκτρονική χορευτική μουσική που ακούγεται κυρίως στα νάιτ κλαμπς και στα στερεοφωνικά καγκουρεμένων αυτοκινήτων («ντουπ ντουπ ντουπ ντουπ»).

Προέρχεται απο την αγγλική λέξη beat.

- Μας έχει πάρει τ' αυτιά ο DJ μ' αυτά τα άθλια μπιτάκια που βάζει. Πάμε έξω για τσιγάρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ασχολείται με το πετσάκι του πέους του, ο μαλάκας.

Επίσης χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιον που κάνει κάτι ριψοκίνδυνο χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες.

Καλά πόσο πετσάκιας είσαι; Έκανες όλη τη διαδρομή με χαλασμένα φώτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified