Ο έχων άθλιες διατροφικές συνήθειες, ο σαβουροφάης, ο έχων στομαχικά / εντερικά προβλήματα με έντονα συμπτώματα (αέρια, δυσκοιλιότητα κ.λπ.).

-Πάλι με πιτόγυρα θα την βγάλεις ρε σαπιέντερε;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων.

- Πάρε μαζί σου και τον Μπάμπη, ειναι παλιός κασαδόρος γνωστός στην πιάτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που έχει φτάσει στο υπέρτατο στάδιο εξαθλίωσης, που έχει κατέβει όλα τα σκαλιά της παρακμής, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα.

Η λέξη σημαίνει επίσης κουρέλι.

Άσε τον πέτυχα στο δρόμο, σκέτο παρτάλι είναι ο τύπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολικά άσχημη, αντιαισθητική και συνήθως υπέρβαρη γυναίκα.

- Τι έγινε ρε, βγήκες τελικά με το γκομενάκι;
- Γάμησέ τα Μάκη, ήττα μεγάλη, μιλάμε για τρελή σαλούφα η γκόμενα...

Από το greekdivers.com. Δίιστανται οι γνώμες αν τσιμπάει ή όχι. (από poniroskylo, 19/12/08)(από stathisbsg, 13/01/10)

Σαλούφα λένε αλλιώς την τσούχτρα, και από εκεί προέρχεται ο χαρακτηρισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συσκευή πυρόσβεσης που τοποθετείται στο ταβάνι και σε περίπτωση φωτιάς ψεκάζει τον χώρο με νερό, τα γνωστά μας sprinklers. Πρόκειται για ναυτικό όρο.

- Γάμησε τα, μου 'πε ο μάστορας οτι πρέπει να ξηλωθεί όλο το ταβάνι για να μπούνε τα τζιφάρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γερανός που χρησιμοποιείται σε μεταφορικά πλοία.

Η λέξη προέρχεται απο την αγγλική crane.

-Χάλασε το κρένι και θα κάνουμε δέκα ώρες να φορτώσουμε...

(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το διαρρηκτικό εργαλείο που χρησιμοποιείται κυρίως για κλοπές διαμερισμάτων.

-Πρόσεχε με το αηδόνι, θα μας ακούσει ο γείτονας!

Got a better definition? Add it!

Published

Αιχμηρό αντικείμενο (π.χ. σουγιάς, πεταλούδα κ.α.) που χρησιμοποιείται σε συμπλοκές (επεισόδια σε γήπεδα, φυλακές κλπ.).

Η λέξη έγινε γνωστή από την ταινία «Φυλακές Ανηλίκων» όπου και ακούγεται από τον Νίκο Τσαχιρίδη στον ρόλο του δεσμοφύλακα («ο Θεός»).

-Κουβαλάτε και σπαθιά τώρα ρε τσογλάνια;

(από Khan, 28/03/11)(από HODJAS, 28/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πλαδαρή και δυσκίνητη γυναίκα.

-Πού πας μωρή σαρμούτα με τη γόβα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα του πεζοδρομίου, η πόρνη στο επάγγελμα. Χρησιμοποιείται επίσης ως χαρακτηρισμός για μια «εύκολη» γυναίκα.

Ο όρος προέρχεται απο τον Αθηναϊκό υπόκοσμο.

-Μη μπλέξεις μαζί της, ειναι γνωστή καλντεριμιτζού.

(από electron, 23/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published