Από τις λέξεις "μουνί" και "συναγρίδα". Η ελκυστική, σέξι γυναίκα στην παραλία.

Πήγα χθες για μπάνιο και αρρώστησα. Η παραλία ήταν γεμάτη μουναγρίδες!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που δεν είναι σεξουαλικά επαρκής, δεν είναι αποδοτικός στο σεξ ώστε να ικανοποιήσει μια γυναίκα. Κατ΄επέκταση ο ξενέρωτος, βαρετός, ανούσιος άντρας.

-Μαρία, πάμε για κανά ποτό μετά τη δουλειά; Θα έρθει και ο Γιάννης.
-Ο Γιάννης; Με αυτόν τον χαδομούνη εγώ δεν ξαναβγαίνω. Είναι πολύ βαρετός...

Got a better definition? Add it!

Published

O παραχαϊδεμένος, ο ανώριμος, ο άβουλος άντρας.

Ο Γιάννης είναι καλό παιδί αλλά δεν ξεκολλάει από τα φουστάνια της μάνας του. Εντελώς χαδομούνης δηλαδη.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μεσήλικας ή υπερήλικας άντρας που σαλιαρίζει ή την πέφτει σε πολύ μικρότερης ηλικίας γυναίκες.

Ο Τάκης μόλις δει καμιά πιτσιρίκα αρχίζει να την γυροφέρνει και να λέει σαχλαμάρες. Μάλλον ξεχνάει πως κοντεύει τα 55, το γεροντολιγούρι!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που έχει μικρό πέος, ο μικροτσούτσουνος.

- Γιατί χωρίσατε με τον Γιάννη;
- Με είχε πρήξει! Άσε που ήταν και μαριδοψώλης, για κατούρημα πήγαινε και τον έψαχνε στο σώβρακο.

Got a better definition? Add it!

Published