Λέγεται ειρωνικά όταν κάνεις κάτι που είναι συνήθως οφθαλμοφανές και σε ρωτάνε τι κάνεις.

- Τι κάνεις γονατιστός στο πάτωμα, Γιάννη;
- Απλώνω τραχανά... Τι κάνω ρε Μαρία; Μου έπεσε ο αναπτήρας και ψάχνω να τον βρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν μιλάει πολύ, ο λιγομίλητος.

Πήγαμε χθες με τον Γιάννη και την Μαρία για καφέ. Αυτός ο Γιάννης ρε φίλε, ζήτημα αν είπε δύο λέξεις, εντελώς βουβόκλανος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καυτή, σέξι γυναίκα που είναι όμως κοντή.

-Μουνάρα η Βάσω φίλε. Σεξοβόμβα! -Ε, όχι ακριβώς σεξοβόμβα, είναι κοντούλα. Σεξονάρκη είναι...

Got a better definition? Add it!

Published

Το αντρικό σπέρμα. Συνήθως χρησιμοποιείται στο στοματικό σεξ αφού εμπεριέχει την αίσθηση της γεύσης.

Και που λες φίλε, με αρπάζει και μου παίρνει μια πίπα φοβερή! Μέσα σε δύο λεπτά τελείωσα και γέμισα το στόμα της πουτσόμελο...

(από peregrine, 04/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καταστροφέας, αυτός που ό,τι πέσει στο χέρι του το καταστρέφει, είτε από κακή χρήση, είτε από έλλειψη φροντίδας-συντήρησης ή και από τα δύο.

Ρε φίλε, αυτός ο Γιάννης είναι μεγάλος σιδεροφάγος. Τρία αυτοκίνητα πέρασαν από τα χέρια του μέχρι τώρα και τα τρία τα σαραβάλιασε στο άψε-σβήσε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρατσούκλι των οπαδών της ποδοσφαιρικής ομάδας ΑΕΛ Καλλονής. Προήλθε από τις γνωστές σαρδέλες Καλλονής που αλιεύονται στον κόλπο Καλλονής της Λέσβου.

- Με ποιον παίζει η Καλλονή την άλλη αγωνιστική;
- Με τον Ολυμπιακό.
- Γουστάρω! Σαρδέλες εναντίων Γαύρων!

(από georgemn, 08/09/13)(από georgemn, 08/09/13)(από georgemn, 08/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις λέξεις καυλαντίζω + δεινόσαυρος. Ο άντρας που καυλαντίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα με κάποια γυναίκα αλλά δεν προχωρά σε σεξουαλική πράξη μαζί της.

-Πως τα πάει ο Γιάννης με την Κατερίνα;
-Άσε ρε τον μαλάκα, ένα μήνα καυλαντίζονται κι ακόμα να την πηδήξει. Καυλαντόσαυρος κατάντησε.

Got a better definition? Add it!

Published

Από τις λέξεις "μουνί" και "συναγρίδα". Η ελκυστική, σέξι γυναίκα στην παραλία.

Πήγα χθες για μπάνιο και αρρώστησα. Η παραλία ήταν γεμάτη μουναγρίδες!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που δεν είναι σεξουαλικά επαρκής, δεν είναι αποδοτικός στο σεξ ώστε να ικανοποιήσει μια γυναίκα. Κατ΄επέκταση ο ξενέρωτος, βαρετός, ανούσιος άντρας.

-Μαρία, πάμε για κανά ποτό μετά τη δουλειά; Θα έρθει και ο Γιάννης.
-Ο Γιάννης; Με αυτόν τον χαδομούνη εγώ δεν ξαναβγαίνω. Είναι πολύ βαρετός...

Got a better definition? Add it!

Published

O παραχαϊδεμένος, ο ανώριμος, ο άβουλος άντρας.

Ο Γιάννης είναι καλό παιδί αλλά δεν ξεκολλάει από τα φουστάνια της μάνας του. Εντελώς χαδομούνης δηλαδη.

Got a better definition? Add it!

Published