1. Η γρήγορη και πολλές φορές τσαπατσούλικη διεκπεραίωση μίας δραστηριότητας.

2. Η πρόχειρη ή και ατημέλητη αμφίεση σε μία έξοδο, που εξασφαλίζει όμως την ταχύτατη προετοιμασία του εν λόγω ατόμου για την έξοδο αυτή.

1. Αμάν ρε μαλάκα! Μου εγκατέστησες την κάρτα γραφικών με τη παντόφλα και τώρα παρουσίασε πρόβλημα!

2. Ρε δε προλαβαίνω να κάνω μπάνιο και τα πουκάμισά μου είναι για πλύσιμο. Θα έρθω με τη παντόφλα, δε πειράζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ευνοϊκός συνδυασμός καταστάσεων που κάνει τους εμπλεκόμενους να νιώθουν ευχάριστα. Με τον οξύμωρο επιθετικό προσδιορισμό «άσχημη», η φόρμουλα είναι ακόμα καλύτερη!

  2. Κοπέλα, όχι απαραίτητα κουκλάρα, άλλα με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που την κάνει πολύ ελκυστική στα αρσενικά.

- Ααααααχ, ποτάκι, τσιγαράκι, μουσικούλα... άσχημη φόρμουλα!

- Κοίτα μια φόρμουλα μπροστά, έχει και τατουάζ στο γοφό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα τσιφτετέλια, τα γύφτικα και γενικά χορευτικά τραγούδια χαμηλής ποιότητας που ανεβάζουν όμως το κέφι.

  2. Ο χορός σε αντίστοιχα τραγούδια, όπου τα χέρια αυτού που χορεύει παίρνουν τη μορφή πιστολιού και κουνιούνται ρυθμικά.

  3. Οι ωραίες γκόμενες που συχνάζουν σε μέρη με τέτοια μουσική.

  4. Η έκφραση ρίχνω πιστόλια είναι το κλασσικό καμάκι-χώσιμο που γίνεται συχνά σε τέτοια μέρη από επίδοξους «πιστολέρο».

- Πάμε σ' αυτό το μαγαζί φίλε, παίζει πιστόλια!

- Πω ρε φίλε τι πιστόλια ειν' αυτά, τρελαίνομαι ρε!

- Έλα ρε μαλάκα, πάμε να πιούμε, να ρίξουμε τα πιστόλια μας να πούμε, να περάσουμε καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η ατμοσφαιρική ψυχεδελική ροκ μουσική.

  2. Η κάθε είδους αποφασιστική ή τολμηρή κίνηση, όπως το πέσιμο στο άλλο φύλο.

  3. Η άσκηση πίεσης σε κάποιο άτομο ή αντικείμενο.

Για έμφαση, χρησιμοποιείται η φράση: Δώσε απότομα ατμόσφαιρες.

- Βάλε ατμόσφαιρες να παίζουν στο CD player κι έλα ν' αράξουμε!

- Έλα μαλάκα σε κοιτάει, δώσε ατμόσφαιρες!

- Ρε μη κωλώνεις, δώσε ατμόσφαιρες εσύ και θα τον πείσεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κάθε μορφής βρώμα που μαζεύεται κάπου.

  2. Μέρος ή χώρος με βρωμερούς, απειλητικούς και λοιπούς σκιώδεις χαρακτήρες. Το λήμμα αναφέρεται στο σύνολο αυτών των τύπων.

  3. Γλέντι που γίνεται αυστηρά μεταξύ αντρών, με πολύ ποτό, λαϊκή ή και παραδοσιακή μουσική, περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα γερό μεθύσι, εμετούς, μεθυσμένες φιλοσοφικές συζητήσεις και μερική απώλεια μνήμης για το συμβάν. Συνοδεύεται συνήθως από το ρήμα «κάνω»

- Καθάρισε λίγο ρε, έχει μαζευτεί μούργα στο σπίτι σου!

- Ω ρε μαλάκα τι μούργα είναι εδώ; Πού μας έφερες μ' όλα αυτά τα καθιζήματα;

- Πω κάναμε μια μούργα εχθές στο σπίτι του Γιάννη, άλλο πράμα!

Παράδειγμα από τον Αρχηγό στο 1:45. (από joe909, 17/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το πολύ βρόμικο ρούχο, που έχει πιάσει μάκα. Λόγοι που μπορεί ένα αθώο ρουχαλάκι να μετατραπεί σε αποκρουστική κλέτσα, είναι συνήθως ο υπερβολικός ιδρώτας, η σκόνη, διάφορα υγρά του έρωτα, ή ο συνδυασμός αυτών. Η κλέτσα πρέπει να καθαρίζεται, να πετιέται ή να καίγεται άμεσα, ανάλογα τα βίτσια του κατόχου της.

  2. Μεταφορικά, μια προσβλητική προσφώνηση παρόμοια με τη «γαλότσα».

  1. Πω πω μαλάκα, μετά το κάμπινγκ όλα μου τα ρούχα έχουν γίνει κλέτσες! Στον κλίβανο θα πάνε!

  2. Άσε μας μωρή κλέτσα κι εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified