Μπερδεμένη κατάσταση.

- Έμαθες για το καινούριο σύστημα στο πρωτάθλημα...
- Άσε μπερδεψοκατάσταση...

Got a better definition? Add it!

Published

Κατάληξη που παραπέμπει σε χάπι που η λήψη του σε μπερδεύει, σου κάνει τη ζωή δύσκολη.

- Πολύ μπερδεβίξ πέφτει σ' αυτό το γραφείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάληξη που παραπέμπει σε υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να τα γράφεις όλα στ' αρχίδια σου.

- Ρε συ, κόψε το σταρχιδιαμόλ και κάτσε δούλεψε λιγάκι...

Σχετικό λήμμα: γραψαρχιδίνη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γ' εν. γαμπρίζω, ζευγαρώνω

Η γάτα μας αυτό τον καιρό γαμπρίζει. Δεν μαζεύεται σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αόριστος του ζουφιάζω. Κουρνιάζω.

Η γάτα ζούφιασε στη φωλιά της. Κοιμάται εδώ και ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Πέθανε.

Πήγα να δω τί έκανε ο παππούς και τί να δω, ντακόρδιασε. Τον κηδέψαμε προχθές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούτσα.

Η Σάσα είναι μεγάλη ψώλα. Αν βάλεις στη σειρά τις καρέσες που έχει φάει, φτάνεις στην Αμερική!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυχαία, "με το μάτι", χωρίς να υπολογίζω (την ποσότητα, το χρόνο κτλ, για να φτιάξω κάτι).

- Για πόση ώρα ανακατεύω το μίγμα...
- Ε, στα κουτουρού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του «προφανώς».

- Θεωρώ ότι πέρα από όσα έχουν συμβεί μέχρι τώρα, την αγαπάς την Ξανθή...
- Προφ.

Βλ. και σχετικό λήμμα προφάνουσλυ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρέθηκα και φεύγω.

- Ουφ! Μπιζέρσα! Πάω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified