1. Είδος ψαριού
  2. Τύπος, μοδάτος, καλοντυμένος (ενώ δεν το συνηθίζει), μαγκάκος κι όλα τα συναφή που χαρακτηρίζουν έναν τσίφτη.
  1. - Ρε, κοίτα τον Χ πώς έσκασε! - Πςςςς, γύλος, γύλος!

  2. - Πήγα και την έπεσα στην Κορίνα, μάλλον την έχω! - Φσσς, αφού 'σαι γύλος!

Γύλος, γλίτσα, αλλά ωραία χρώματα πετρελαιοκηλίδας (από Galadriel, 02/02/09)Ο Αυλωνίτης ως Γύλος, στη "Σωφερίνα" (από GATZMAN, 02/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ψήνω γκόμενα. Είναι πιο light από το καυλά(ν)τισμα, καθώς δεν περιέχει υπονοούμενα - ειδικότερα σεξουαλικής φύσεως, άσχετα αν και τα δύο αποσκοπούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Περισσότερο μεταφράζεται σαν φλερτ, παρά σαν στρίμωγμα.

  2. Γλυκοκοιτάω, λιμπίζομαι. Έχω βάλει κάτι στο μάτι κι όλο το γυροφέρνω. Δεν έχει να κάνει απαραίτητα με άνθρωπο, εδώ.

  1. - Που'ναι ο Θέμης ρε; - Να εκεί, χαλβαδιάζει μ' εκείνη τη φίλη της Νίκης...

  2. Έχει βγάλει η kawasaki κάτι καινούρια ζαντικά, εδώ και κανά δίμηνο τα χαλβαδιάζω...

Δες και χαλβέτι, χαλβάς και χαλβάδιασμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αξεσουάρ αυτοκινήτου / μοτοσυκλέτας.

  2. Τύπος μαλλιού, καθώς ο όρος πιο συχνά συναντάται σαν μαλλί-λασπωτήρας ή χαίτη-λασπωτήρας. Είναι η κουπ που συνδυάζει φράντζα και χαίτη, όπως για παράδειγμα ο Πάνος Μιχαλόπουλος, την δεκαετία του '80.
    Πιο πρόσφατα, άξιος εκπρόσωπος και φορέας του εν λόγω λουκ, ήταν ο Γιώργος Λεμπέσης (για κάποιους και ο Νίκος Κουρκούλης, αλλά πριν του μακρύνει τελείως το μαλλί).

- Ρε μαλάκα πώς είσαι έτσι; Άντε κοφ' την χαίτη - λασπωτήρα, εν έτει 2007!

- Ρε, είδες το γκολάκι που έβαλε ο Χ; - Ποιος απ'ολους ήταν αυτός; - Έλα ρε, το εξτρέμ, εκείνος ο ξανθός με το μαλλί - λασπωτήρα.... - Αααα....!

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό, δες και χαιταίος

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Μεσσήνη (πόλη του νομού Μεσσηνίας, Πελοποννήσου).
Αναφέρεται έτσι, κυρίως από τους ντόπιους και δη τους Καλαματιανούς. Η λέξη πιθανώς προκύπτει από το βούρκος + βουκόλος, επειδή παλαιότερα η πόλη είχε πολλά νερά (βούρκους) καθώς και κτηνοτροφικές μονάδες.

Βουρκόλοι, αναφέρονται και οι οπαδοί του Μεσσηνιακού, από αυτούς της Καλαμάτας -της πιο γνωστής ομάδος του νομού (υποτιμητικό σχόλιο, φυσικά).

  1. - Θα πέσετε ρε, και τότε θα σας πετύχουμε και θα σας ρίξουμε 3 μπαλάκια για προθέρμανση, μόνο! (προς οπαδό της Καλαμάτας aka Μαύρη Θύελλα) - Αντ' από 'δω χάμω ρε Βουρκόλε.... Ανέβα κατηγορία και μετά έλα να μου μιλήσεις.

  2. - Μαλάκα, έσκασε στο ΤΕΙ ένα πιπίνι, έμαθα είναι από τη Βουρκολία!
    - Άντε ρε, καλή φάση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Περιοχή στην Άνω Πόλη, Θεσσαλονίκη.

  2. Αναφέρεται όταν κάποιος είναι ντυμένος κυριλέ, σένια, αλλά με γύφτικο τρόπο. Βασικά, η λέξη είναι slang της δεκαετίας του '70 κυρίως (κάτι σαν τον κάγκουρα των seventies).

...ήμασταν έξω απ'τη disco κι έσκασε ένα τσινάρι. Καλά, πού πήγαινε να μπει έτσι στο μαγαζί;

...κι έρχεται ένα τσινάρι κοστουμάτο, τσοσμπά* πρέπει να 'τανε.... (Ζόρζ Πιλαλί)

  • τσοσμπά = μπάτσος στα ποδανά

Καφέ-ουζερί "Τσινάρι" στο Τσινάρι (από poniroskylo, 19/11/10)Η ταμπέλα του παραπλεύρως (από poniroskylo, 19/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων χαίτη. Η λέξη προέρχεται από τη γνωστή φυλή, ινδοευρωπαϊκής προέλευσης, της Μικράς Ασίας. Παραμένει άγνωστο αν πρόκειται απλά για ένα λογοπαίγνιο ή για εναν σαφή συσχετισμό, λόγω του «χαιτικού» κουρέματος των πολεμιστών.

-Ήμασταν πριν λίγο με τον Τάσο στο ουφάδικο και ποιος έσκασε μύτη; Ο Μάρκος!
-Ποιος Μάρκος ρε μαν;
-Έλα ρε, εκείνος ο χαιταίος, που έχει ένα 50άρι, με την κομμένη την εξάτμιση....

Χαιτέος Χεττέος. (από Khan, 03/04/11)

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορνοταινία, τσόντα. Κωδική ονομασία των εν λόγω ταινιών, όταν μπροστά παρευρίσκονται άτομα τα οποία δεν θέλουμε να καταλάβουν για τι πράγμα μιλάμε.

Ενίοτε απαντάται και σαν καμπόικο ή απλά γουέστερν.

  1. - Φίλε, εγώ την κάνω. Πάω να νοικιάσω κανα καουμπόικο απο το βιντεοκλάμπ, να το δούμε το βράδυ με την έτσι.

  2. - Μαλάκα, είχε εχτές ενα καουμπόικο στην TV, κάτσε καλά...

με κάτι πιστόλια ναααα! (από BuBis, 29/10/09)είμαστε καμπόιδες από το πλακωτό... (από BuBis, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified