Μεταξύ λοιπών λεξικογραφημένων εξηγήσεων του «πόντος» περιλαμβάνεται και τούτη: μικρή θηλιά που γίνεται με τη βελόνα στο πλέξιμο ή με μηχανικό τρόπο - μεγάλη επιστήμη το πλέξιμο της κάλτσας...

Σιγά μη σου φύγει πόντος: Το να σου φύγει πόντος από το καλσόν (να λυθεί / κοπεί το κομπάκι και να χαθεί η συνέχεια της ύφανσης) είναι ένα φριχτό πράμα, γιατί δεν μπορεί να 'χεις ντυθεί, να 'χεις βαφτεί, να 'χεις γίνει μια θεά και να καταλήξεις να τριγυρνάς σαν τη δευτεράτζα με την τρούπα (π.χ. μήδι), σο πρέπει να βρεις να αλλάξεις επειγόντως. Ωωωω απελπισία (προφ μιλάμε για απελπισία του κώλου, σιγά το πρόβλημα τώρα, χεστηκαμέτε, ας κουβαλούσες καβάτζα καλσόν στην τελική να μη μας ζαλίζεις τον πέοντα / το μουνί).

Το «σιγά μη σου φύγει κανας πόντος» προέρχεται από την απόγνωση που κάθε γυναίκα που φοράει φούστα έχει αισθανθεί κάποτε, για ένα θέμα όμως που αντικειμενικά δεν είναι σοβαρό. Σαν να λέμε: «όπα ρε μεγάλε, τι κλαις, τι κοπανιέσαι, η κατάσταση είναι αντίστοιχη του να σου φύγει πόντος από το καλσόν (αρχίδια σοβαρότης), σο δεν νιώθω το πρόβλημα / την συμμετοχή σου στο πρόβλημα / τον ενθουσιασμό σου / την απαισιοδοξία σου / την αισιοδοξία σου».

Ακόμα μεγαλύτερη απαξία προσδίδει το να το λέει άντρας το ποίμα, που στ' αρχίδια του κιόλας για τα καλσόν, τι τον πέρασες.

Συνώνυμο: σκίζω καλτσόν

Ε, ενταξει, ξερεις τωρα, αυτο ηταν too much για μενα. Σ αυτα ειμαι πολυ κολλημενος. Εισιτηριο απ εξω; στρωματσαδα; τι λες τωρα!; κι αρχισα κι εγω τα: αχ, μωρε δε θα μπορεσω (ξερεις, με το υφος: «πτου, μου φυγε πόντος») κατι ετυχε, εχω να βαλω πλυντηριο, αρρωστησε η γιαγια μου κι εχω στεναχωρηθει, μου καηκε το φαί.... κλπ κλπ Εδώ.

-8a h8ela kapote na akoyseis to monologo apo ta xeilh moy. [ANONYMOUS] said this on Μαρτίου 31, 2009 at 18:23 -Ανώνυμε έχε το το νου σου πάνω στην απαγγελία μη σου φύγει κανας πόντος απ΄ το καλσόν. [VISITOR]said this on Μαρτίου 31, 2009 at 20:11 (Εδώ.)

Από μπροστά είναι όμορφη όμως. (από Galadriel, 29/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι να πει κανείς μετά το αδερφικό διαγαλαξιακό «φιλούρες» που τα περικλείει όλα, ή σχεδόν... Το λήμμα εισηγήθηκε στο ΔΠ ο Χαν, που του το θύμισε η Iron, που μάλλον το 'χει συνδέσει με μένα κλπ, σο δεν θα το αφήσω αυτό το κενό, θα το συμπληρώσω ως οφείλω.

Μουάτς είναι ήχος φιλιού. Χαριτωμενιά που φέρνει σε ήχο μικυμάου που λέει και ο λημματοδότης. Όπως και το ματς και το μουτς, είναι η γραπτή έκφραση αυτού του φιλιού... του σκαστού που λέμε, χωρίς πολλά σάλια, γλυψίματα και αηδίες, μουάτς στο μαγουλάκι, στο χειλάκι, όπου να 'ναι, επιφανειακό και παιχνιδιάρικο. Εμπεριέχει ένταση και σβουριχτότητα, εν αντιθέσει με το ήσυχο μάκια, που εκφράζει το απαλό και βελούδινο άγγιγμα των χειλιών στην επιφάνεια προς φίληση.

Αναφορές γούγλε γούγλε: μουάτς (3.260), μουατς (μήπως εννοείτε μουτς - 4.410), mouats (από Ελλάδα - 2.370). Συμπέρασμα: ο κόσμος στο νετ φιλάει και φιλιέται και χρειάζεται λήμματα για να καλύψουν αυτή του την ανάγκη.

spirit69: ΗΤΑΝ ΥΠΕΡΟΧΑ !!!!! Μουάτς μουτς !!!! Μάκια μάκια αστεράκι μου !!!! ***

Cleopatra είπε... Zouzouna mou....Megalwnei to koritsaki sas!Dwstis ena filaki mouats!

maggie[...]: poli oreo tragoudaki mairoula mou!!! na ste panta eutixismenoi giati sas aksizei!!! mouats! Mairy [...]: maggoulina eisai mia glukaaaaaaa!!!!!!!!!!!!! na sai kala k esu zouzounaaaaaaa!!!!!!! mouats mouats mouats

(από electron, 30/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια απ' αυτές τις λέξεις που πρόλαβαν άλλοι, αλλά που δεν τις λες και δόκιμες (αν δεν ήσουν η Σαπφώ, δε θα λεγες «αφεντικό έχουμε πρεμούρα;», θα 'λεγες πχ «το θέμα αποτελεί προτεραιότητα;» ή κάτι τέτοιο) - θυσιάζομαι λοιπόν για το καλό της επιστήμης και την πληρότητα του σλανγκρ.

Πρεμούρα λοιπόν (από το ιταλικό premura = βιασύνη) είναι:

  1. Σε φάση «με πιάνει πρεμούρα»:
  • Η υπερβολική βιασύνη, η ανυπομονησία, η ένταση και τσίτα λόγω έλλειψης χρόνου. Σαν να λέμε, με έχει πιάσει τώρα (συνήθως σε πιάνει ξαφνικά αυτό το πράμα) και θέλω άμεσα να φύγω / να τρέξω / να πάρω αυτό που θέλω, τώρα θέλω όχι τώρα, τώρα..
  • Η τρελή επιθυμία, η ασυγκράτητη λαχτάρα, τ. «το θέλω, τελεία και παύλα».

    1. Σε φάση «παθαίνω πρεμούρα»: παθαίνω σοκ / κολούμπρα / ζημιά / τραμπάκουλο.

Τα κάλυψα;

  1. Εδώ: Μην περιμένετε υπερ-ψαγμένες αμπελοφιλοσοφίες: απλές καθημερινές καταστάσεις που λίγο-πολύ έχουμε βιώσει όλοι. Η πρεμούρα πριν το πρώτο ραντεβού, η αβεβαιότητα του αν θα σε ξαναπάρει τηλέφωνο μετά την πρώτη φορά, ο έρωτας, ο ενθουσιασμός, ο γάμος, ο έγγαμος βίος, στιγμές πλήξης, τρόποι για να ανανεώσεις το ενδιαφέρον, η «δραματικότητα» του χωρισμού.

  2. Εδώ: Απο την στιγμή που αντελήφθη τί πράγματι πολιτική ιδεολογία έχω, έπαθε πρεμούρα και τραμπακουλο........

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για αυτό που λέμε τούμπανο με την πρησμένη έννοια. Με άλλα λόγια το πρήσκαλο είναι το αποτέλεσμα διόγκωσης, φουσκώματος, γενικώς.

Η χαρακτηριστική και σχετικά συχνή χρήση κάτω από τ' αυλάκι τ. «έγινα πρήσκαλο» έχει εφαρμογή κυρίως σε περιπτώσεις στομαχιών που έχουν τουμπανιάσει από τις τρελές μάσες του ελέους. (Παράδειγμα 1).

Εκτός αυτής της χρήσης μπορεί να αναφέρεται και σε πρηξίματα γενικώς, από διαστρέμματα, τσιμπήματα εντόμων, αναβόλες κλπ. (Παράδειγμα 2).

Οι αναφορές στο γούγλε ελάχιστες, παρόλα αυτά σε σοβαρότατο άρθρο εδώ το πρήσκαλο αναφέρεται ότι ετυμολογικά έχει συγγένεια με το άγουρο σύκο με την έννοια της φούσκας ή κάτι, πάτε να δείτε.

  1. Μανούλα: Να σου βάλω και λίγο χαλβά αγόρι μου, μου άρπαξε λιγάκι γιατί είχα στο νου μου το μπακλαβά στο φούρνο και τη χύτρα με το μοσχαράκι κοκκινιστό, ευτυχώς είχα ετοιμάσει από χτες το αρνάκι με τις πατάτες και το φρικασέ γιατί σήμερα, είχα να κόψω και τέσσερις σαλάτες, δε θα προλάβαινα να σας ταΐσω πέντε άτομα...
    Γιόκας: Τελέρε μάνα, δεν αντέχω ούτε πηρουνιά, δε βλέπεις την κοιλιά μου πρήσκαλο... Μαγείρεψες για ένα στρατό πάλι!
    Μανούλα: Τι λες αγόρι μου, θα έρθει το παιδί μου σπίτι, η νυφούλα μου (σ.ς. χχχχκ φτου η ξένη η γαϊδούρα ούτε ένα ποτήρι δεν κουβάλησε), το εγγονάκι μου, και θα σας βγάλω μακαρόνια με κιμά (σ.ς. σαν τη συμπεθέρα τη σκατοτσιφούτα);
    Γιόκας, νυφούλα, εγγονάκι: Μπερπ!.

  2. -Ρε μαλάκα τι κουνούπια είναι αυτά που έχετε εδώ πέρα, μεταλλαγμένα είναι; Φακ! Με τσίμπησε ένα και κοίτα πώς έχει γίνει το χέρι μου πρήσκαλο!
    -Ου ρε μπούλη, σου τσίμπησε το χεράκι ο κουνούπαρος, μπουχουχού, είσαι εσύ να πας και ειδικές δυνάμεις τρομάρα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Εγώ είμαι εργατόπαιδο κι εσύ της Νομικής»: στίχος από παλιό λαλά. Σε αυτό και καλούα ο τζες είναι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου ένας ταπεινός και καταφρονεμένος, που τόλμησε και σήκωσε το βλέμμα του στην διανοούμενη δικηγόρα-του-μπι, που το μόνο που την νοιάζει είναι τα μαθήματά της. Έχει ελπίδες μαζί της ο Βαγγέλης από την Ελευσίνα (λέμε τώρα) με τα χέρια λερωμένα από τα φτωχά πλην τίμια γράσα; Ούτε καν.

Σε μια κουβέντα ή κατάσταση όπου ο ένας στριμώχνεται, η επίκληση της ασυμβατότητας των συνομιλητών (υπαρκτή ή φανταστική) έχει ως στόχο να περάσει στο ντούκου το ότι ουσιαστικά βγήκε μαλάκας. Αυτό βέβαια επιτυγχάνεται με την απαξίωση του θέματος, αλλά και του άλλου που, μέχρι εκείνη την ώρα, έχει το πάνω χέρι στη συζήτηση ή γενικώς.

Η υφέρπουσα κλάψα σε φάση «τι να κάνουμε κύριε, ασφαλώς και έχεις δίκιο πράγμα που ήταν αναμενόμενο γιατί εσύ είσαι ανώτερος μορφωτικά ενώ εγώ δεν ξέρω από επιστήμες συνεπώς η τάξη των πραγμάτων διατηρείται», είναι απλά για ξεκάρφωμα. Στην πραγματικότητα υπερισχύει η έννοια του «δεν μας νοιάζει που έχεις δίκιο, δεν είσαι ένας από μας, είσαι από τους άλλους, τους μορφωμένους, να πα να κάνεις παρέα με το σινάφι σου, εδώ δε σε θέλουμε, χχχκ φτου, και που πιάσαμε κουβέντα μαζί σου χατήρι σου κάναμε, που θα μας βγάλεις και ψεύτες».

Λέγεται και σε μη δικηγόρους. Προφ :P

Ο Κανέλος που (δεν) αγάπησε τη Λουλού, συνέντευξη στο indymedia: Σιγά μην ερωτευόμουν εγώ -ο αλανιάρης- τη λουλού! Γιατί εγώ είμ' εργατόπαιδο κι εσύ της Νομικής, ρε Λουλού... Το ξέρω πως δεν φταις εσύ που γεννήθηκες έτσι. Ούτε και η Τσέσικα Ράμπιτ έφταιγε που ήταν μοιραία. Έτσι την σχεδίασαν. Αλλά είμαστε διαφορετικοί, ρε συ Λουλού, και ως εκ τούτου ασύμβατοι. Πώς λέει το άζμα: Εγώ είμ' ένα Μάκιντος, κι εσύ ένα PC, γι' αυτό είμαστ' ασύμβατοι, μωρό μου εγώ κι εσύ!

Ποια είναι η Μάρα βρε παιδιά μου:
Αυτοί είναι «εργατόπαιδα» και αυτή της Νομικής... Έτσι δεν είπε χθες η κυρία Μάρα;; Επειδή είναι της Νομικής (μαύρα μεσάνυχτα έχει) «Το ΠΑΣΟΚ πρέπει ν' αποδείξει ότι στη Βουλή έγινε νοθεία»!!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από χωριό της Τζίμπρου, το στρουμπί είναι κατά περίπτωση:

  1. Πανί ή ρούχο τσαλακωμένο σαν πατσαβούρι, συχνά μετά από κουβάριασμα και τσαλαπάτημα. Προέρχεται από το ανύπαρκτο ρήμα «στρουμπάω», συνώνυμου του «ζουπάω», που σημαίνει σπρώχνω πιέζοντας κόντρα σε κάτι άλλο. Πελλοπονjήσιο.

  2. Στον Άγιο Κοσμά Γρεβενών: στρουμπί λέμε το κάθισμα, το σκαμνάκι (γούγλε γούγλε). Παράδειγμα από τούτο δε βρήκα, αν είναι κάποιος από τα Γρεβενά ας εκτιμήσει τουλάχιστον ότι αναφέρθηκε κι ας συμπληρώσει χρήση.

Εδώ: Μου θύμισες τότε που παρέα με τα παιδιά της γειτονιάς (με τα άλλα βλοημένα) τρέχαμε μέσα στα χωράφια και κυλιόμασταν στα χόρτα και την έκπληξή μας, όταν για πρώτη φορά σπάζοντας τις πράσινες μικρές φούσκες, διαπιστώσαμε ότι μέσα κρυβότανε μια κόκκινη τσαλακωμένη (στρουμπί) παπαρούνα.

-Σου χω πει, όταν έρχεσαι από το γραφείο, μην το πετάς το παντελόνι πάνω στην καρέκλα, γίνεται στρουμπί εντελώς, ούτε με το σίδερο δεν ισιώνει τώρα, ε ρε πούστη μου, αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που σ' έχω καλομάθει και πολύ που το εκτιμάς, ούτε αλβανή να 'μουνα, πιο πολύ θα με σεβόσουνα τότε γιατί θα σε χρέωνα και δέκα ευρά την ώρα, σιχτίρι πια, νατο, δες το, το βλέπεις, πατσαβούρι έγινε, πώς θα το φτιάξω μου λες; ΕΕΕ;
-Πέτα το στα σκουπίδια. Πάω έξω.

Got a better definition? Add it!

Published

Ακατάστατος, αλλά και τσαπατσούλης, βρωμιάρης. Θηλυκό: η μουρδούλα. Ο μουρδούλης μουρδουλεύει και η κατάσταση (α-καταστασία) που δημιουργεί είναι η μουρδουλιά που μπορεί να φτάνει έως δημιουργία αχουριού / μπουρδέλου / σταυλώνα.

Λέγεται στην Κέρκυρα, στην Κεφαλονιά και, στάνταρ, το λεγε και μια σλανγκογιαγιά αρβανίτισσα θεοσχωρέστη. Στο νετ ελάχιστες αναφορές, το σλάνγκρ παϊονίρ.

Εδώ: Και ζαλίστηκε όπου λες ο πράκτορας και πήρε το κινητό να κατέβει στην πλατεία να πιει μιαν τζιτζιμπίρα και [...] τονε βρήκε ο Κορωνιάς που έψαχνε να βρει καπιτάνιο για τη σκάφη του [...] και ο μουρδούλης μπιορδεύτηκε, άφηκε το κινητό δίπλα στο άγαλμα τσι Αλίκης και 'φυγε να γίνει θαλασσόλυκος και γνωρίστηκε μ' ένανε Σουηδέζο [...] κ' αγριεύτηκε ο έρμος ο μουρδούλης.

-Να σου πω εσένα, τι έφτιαξες την ομελέτα και παράτησες τα τσουμπλέκια μέσ' στη μέση; Ποιος θα τα μαζέψει;
-Ωχ, σόρυ ρε γιαγιάκα, χτύπησε το τηλέφωνο και ξεχάστηκα!
-Σόρυ, σόρυ, λες και δε σε ξέρω τι μουρδούλα είσαι, άστα, θα τα μαζέψω εγώ.

-Πω πω περιστέρια που έχει εδώ στη μουσμουλιά, δεν το αφήνω το αυτοκίνητο, δεν φαντάζεσαι τι μουρδουλιά είναι η κουτσουλιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μεγάλης οικειότητας και τακιμιάς. (1) Είμαστε τόσο «κοντά» με τον τάδε που τα σάλια μας ανακατεύονται, μιλάω εγώ την ώρα που αυτός γελά κι όλο κάτι καταπίνεται εκατέρωθεν.

Προφ η φράση περιλαμβάνει μια αρνητική νότα δεδομένου του ότι σε φάση ρουτίνας τα ξένα σάλια δεν τρώγονται, μην πω και τα δικά σου ούτε καν, δηλαδή τι, παίζει να φτύσεις σε ένα κουταλάκι και να τα ξανακαταπιείς; Ίου! (Ισχύει και για άλλα σωματικά υγρά).

Μην αναφερθούμε σε εξαιρέσεις, ναι μεν είναι αναμενόμενο να ρουφάς αχόρταγα τα σάλια του αγοριού / κοριτσιού της καρδιάς σου, αλλά ακόμα και σε αυτή την περίπτωση δεν το αντιμετωπίζεις ως αυτοσκοπό, παρά ως παράπλευρη απώλεια για την οποία στ' αρχίδια μας κιόλας, εδώ ρουφάς άλλα κι άλλα το σάλιο σε μάρανε.

Κατά κυριολεξία: Ακούσια παίζει να φας τα σάλια άλλου, αν είσαι αξιωματικός στο στρατό, αχώνευτο διοικητικό στέλεχος κλπ, αλλά βέβαια, ό,τι δεν ξέρεις δεν μπορεί να σε βλάψει. Επίσης τα παιδάκια στα νηπιαγωγεία αρρωσταίνουν συνεχώς γιατί τρώνε τα σάλια τους ρουφώντας ίδιες πιπίλες, γλείφοντας τις ίδιες κουδουνίστρες ή, στα πλαίσια εξερεύνησης του κόσμου, μελετώντας το φαινόμενο άνοιξε-το-στόμα-σου-παιδάκι-να-παίξω-μπάσκετ-με-τη-ροχάλα. Σε αυτές τις περιπτώσεις η πρακτική είναι σλανγκ αλλά η φράση δεν είναι. (2)

Τέλος ας σημειωθεί ότι το φαινόμενο της κατάποσης ξένου σάλιου έχει ήδη καταγραφεί αλλά με άλλη έννοια και προεκτάσεις.

(1) Σιγά μη δεν πάρει δάνειο:
- Είμαστε φίλοι για δεν είμαστε;
- Είμαστε!!!
- Γροίκα το λοιπό. Άμε στην Τράπεζα και ζήτα δάνειο. Δυό χιλιάδες για μένα και δυό χιλιάδες για σένα...
- Και θα εγκριθούνε;
- Αυτό άστο σε μένα. Με το Διευθυντή τρώμε τα σάλια μας...
- Και δεν ψακώνεστε;
- Άστε τ' αστεία κι εδώ μιλάμε σοβαρά.

(2) Στρατιωτική θητεία για τις γυναίκες: Υπαινίσσεσαι πως οι νεοσύλλεκτοι είναι ένα μάτσο τσογλάνια;;; Συμπάθα με, αλλά όχι. Τσογλάνια είναι αυτοί που τρώνε τσάμπα στις λέσχες (σάλια φαντάρων τρώνε, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία). Τσογλάνια είναι αυτοί που μένουν σε σπίτια χωρίς να πληρώνουν ενοίκιο. Αυτοί που αγοράζουν σε τιμές κόστους από τα πρατήρια. Αυτοί που κάνουν τσάμπα διακοπές.

Βλ. και έχουμε φάει τα σάλια μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαρσίρες: Ασυναρτησίες, ανοησίες, παλαβομάρες, τρέλες, μαλακίες, μπαρούφες, όταν αυτές διατυπώνονται στον προφορικό ή γραπτό λόγο. Δεν συνηθίζεται για χαρακτηρισμό πράξεων, δηλαδή παρόλο που κάποιος μπορεί να λέει μαρσίρες είναι δύσκολο να τις κάνει.

Αρβανίτικη κουβέντα που έχει παρεισφρύσει στην καθομιλουμένη ελληνική, ειδικά σε περιοχές που αποτελούν ή γειτνιάζουν με αρβανιτοχώρια. Προφέρεται συνήθως ως μαρschίρες και το ύφος είναι περιφρονητικό τ. τι μαρσίρες μας λες πάλι ρε μαλάκα.

Συνηθίζεται στον προφορικό λόγο και όχι στον γραπτό (παράδειγμα 1), όπως αρκετές αρβανιτολέξεις – οι αρβανίτες δεν έχουν γραπτή παράδοση, παίζει να παίζει ρόλο. Στον ενικό δεν συναντάται συχνά, εξ ου και επιλέχθηκε αυτή τη μορφή του λήμματος.

Προσπάθεια ετυμολόγησης μέσω γούγλε έδωσε το Ιταλικό marcire που θα πει σήψη, αναρρωτιέμαι αν έχει σχέση τ. άσ' τα σάπια.

Η κολλητή που την πάτησε: *An-Lu είπε «Ωχ-Ωχ-Ωχ! Πολύ ούφο ο δάσκαλός σου βρε κωκώ! Απέδειξε περίτρανα πως δεν υπάρχουν πονηρές λέξεις, μόνο πονηρά μυαλά!!!!! ΥΓ Και που να έγραφες “μαρσίρες”!!!!!»
*x-psilikatzoy είπε «[...] An-lu, τί είναι μαρσίρες
* An-Lu είπε «Οι τρέλλες στα αρβανίτικα! Την είχε γράψει σε έκθεση κολλητή μου φίλη, νομίζοντας την για ελληνική λέξη».

-Βρε παιδιά δεν ήταν σωστό να τον μπουγελώσετε τον άνθρωπο, καθηγητής είναι, έπρεπε τώρα να τον παραφυλάτε και να του πετάξετε τη σακούλα; Α, όλα κι όλα αν με ρωτήσει ο λυκειάρχης εγώ θα πω αλήθεια, είστε απαράδεκτοι... (μπλα μπλα)
-Ψτ, Κώστα, τι μουρμουράει ο Λάκης τόση ώρα, ακούς εσύ που είσαι δίπλα;
-Τις γνωστές μαρσίρες λέει... Τσίου Λάκη, σούπω, αν μας δώσεις τη γάμησες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καντήλες. Γενικευμένο εξάνθημα του δέρματος τ. πλάκες ή κόκκινες ραβδώσεις, που συχνά συνοδεύεται από φαγούρα.

Συνηθίζεται στην έκφραση «πετάω πετάλες». Οι πετάλες πετιούνται στο δέρμα σου (π.χ. τσιμπιέσαι από την τσουκνίδα, τσουυυπ, πετάγεται το εξάνθημα, φουσκώνει, κοκκινίζει και φαγουρίζει), σο υποθέτω βρήκαμε την άκρη ετυμολογικά. Το ενδεχόμενο να προκύπτει από το ότι μοιάζουν συχνά με πεταλίδες το είχα σκεφτεί, αλλά το πέρασα για προσωπική χαζοεγκεφαλοσύναψη - σο αναφέρεται εδώ με ειδική μνεία στην Ιρονίκ που το 'πε στα σχόλια και μου απέδειξε έτσι ότι είμαι φυσιολογική ως ένα σημείο. Στον ενικό δεν το 'χω συναντήσει, μάλλον δεν υπάρχει να πετάξεις μόνο μια πετάλα, βγαίνουν πολλές μαζί.

Ό,τι προκαλεί αλλεργία παίζει να είναι η αιτία για να βγάλεις πετάλες, επίσης ό,τι απεχθάνεσαι, ό,τι σε χαλάει, σε κάνει να ξερνάς, να συφιλιάζεσαι ή και να τα παίρνεις στο κρανίο - περιλαμβάνονται είδη μουσικής, φαγητά, άκυροι μαλάκες που σε περιτριγυρίζουν.

Σχετικά: δερμοτσουκνίασα, βγάζω σπιθουράκια με.

Κυριολεκτικόν - λέμε τώρα:
Η κνίδωση χαρακτηρίζεται από μεταναστευτικούς πομφούς (πετάλες, φλούμπες, καντήλες) με κνησμό και ερύθημα μικρής διάρκειας.

Λιάνα: Ακούω «κοινωνία των πολιτών» και πετάω πετάλες σύντροφοι. Γίνομαι λύκος που μυρίζει τη φριχτή παγίδα, με τις θανατερές δαγκάνες που έχουν κρύψει κάτω από τα σαπισμένα φύλλα του δάσους αδυσώπητοι κυνηγοί.

Εδώ: - Με ποιό κομμάτι πετάτε...«πετάλες'; - Τι είναι οι πεταλες ρε παιδιά; - (marathon) Οτι έμεινε από τα σέπαλα. Καλή χρονιά!(σ.ς. έλα, αυτό είναι λάθος και το ξέρεις)

Πριν πω καλημέρα, χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο Κώστας. (από Galadriel, 19/01/11)Πεταλωτής (από Vrastaman, 19/01/11)πεταλίδες (από ironick, 19/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified