Σμήνος, αγέλη, σμάρι, λεφούσι. Εμπεριέχει μια ιδέα αναστάτωσης, ανακατωσούρας, βιασύνης, βαβούρας - παίζει να φταίει αυτός ο συνδυασμός του φ με το ρ, τ. φουρ-φουρ.

Επιπλέον, πρόκειται για γιαγιαδοσλανγκιά με συνήθη χρήση στην περίπτωση προχωρημένης εξάπλωσης ψειρών σε παιδικά κεφάλια. Ακούς αυτόν τον συνδυασμό φ και ρ και σου 'ρχεται συνειρμικά μια εικόνα, εκατομμυρίων ψειρών να τρέχουν στα τυφλά γύρω γύρω από τις ρίζες των τριχών της κεφαλής, τσαλαπατώντας η μία την άλλη, γιατί δεν χωράνε όλες να πατήσουν σε στέρεο σκαλπ. Μετά από αυτή την σκέψη σε πιάνει μια φαγούρα παντού χωρίς άλλο λόγο.

Εδώ: ...ένα Σκανδιναβομάγαζο. Ξέρετε, από αυτά που μπαίνεις μέσα και είναι ένα φουρφούκι Βαλκυρίες τύφλα να χορεύουν «Heeeey hey babe, I wanna knooooooow if you ll be my girl» κλπ κλπ. (Και απο γύρω ένα άλλο φουρφούκι Greeklovers-γκατζούρια να κοιτάνε αλλα να μην ακουμπούν-οι περισσότεροι).

Εδώ:
Street να σου πω ρε, εγώ που είμαι άντρας και φτιάχνω και παστίτσιο και μουσακά και ο,τι θες, τι πρέπει να γίνει; να με κυνηγάνε ένα φουρφούκι νύφες με τα στέφανα στο χέρι με το που βγαίνω απο το σπίτι;; :) :) :)

Εδώ:
Στα μονοθέσια της Τριφυλίας διορίστηκα, σε χωριά χωρίς νερό!!! Φουρφούκι τα μαλλάκια των παιδιών από τις ψείρες! Τους έβγαζα στα διαλείμματα τις κόνιδες, μπας και τ' ανακουφίσω τα φουκαριάρικα και είχα και ναυτίες, ήμουνα έγκυος στην κόρη μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυποποιημένη έκφραση αυστηρής κριτικής ή αυτοκριτικής κατόπιν εορτής. Καταλογίζει στεγνά ευθύνες για την κακή έκβαση των γεγονότων. Μπορεί να εμπεριέχει μια δόση αποδοχής έως απελπισίας (όταν το λες στην πάρτη σου) ή κακεντρέχειας (όταν στο λένε). Στην δεύτερη περίπτωση χτυπάς δύο φορές το κεφάλι σου: μία για την αρχική μαλακία και μία μπόνους που εμπιστεύτηκες τον πόνο σου στον άνιωθο.

Στο είχαν πει, είχες ενημερωθεί, είχες προειδοποιηθεί, είχες προηγούμενη αντίστοιχη εμπειρία (παράδειγμα 1), τα σημάδια της επικείμενης καταστροφής ήταν φανερά, παρόλα αυτά πήγες γυρεύοντας για μπελάδες και συνέχιζες να κατρακυλάς προς την κόλαση. Δεν υπάρχει δικαιολογία για την τωρινή κατάσταση στην οποία βρέθηκες από την απερισκεψία σου, σο, δεν υπάρχει έλεος. Δεν έχει να κάνει με το αν πραγματικά / κυριολεκτικά πρόσεχες - μπορεί και να πρόσεχες, αλλά να την πάτησες. Το ας πρόσεχες σημαίνει επί της ουσίας «καλά να πάθεις».

Πέρα του ξεκαθαρίσματος ότι φταιςςς για την κατάντια σου, η φράση χρησιμοποιείται για να απαλλάσσει άλλα εμπλεκόμενα άτομα από ευθύνες. Η, υπερτιμημένη κττμγ, αξία της απόλυτης ειλικρίνειας δίνει άλλοθι σε εκείνον που την επικαλείται - ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να τσακίσει τις ξένες ψυχολογίες τ. «πώς χόντρυνες έτσι ρε, εγώ στη θέση σου θα αυτοκτονούσα, τί, χαλάστηκες; Ας πρόσεχες φίλο εγώ είμαι ειλικρινές άτομο, τί ήθελες καλύτερα, να σου λέω ψέματα;» - όχι βέβαια, όμως είναι πραγματικά απαραίτητο να μου τονίζεις την ήδη γνωστή αλήθεια; Ας πρόσεχα, νο; (βλ. παράδειγμα 2).

Παίζει και ως γείωση, σε φάση σου πρήζει ο άλλος με την γκρίνια του, του την λες με ένα «ας πρόσεχες» που πα να πει «δε με ενδιαφέρει ρε φίλε» και η συζήτηση αλλάζει.

Σχετικό στο πιο λάιτ: εμ, φιλενάδα;

Παράδειγμα 1- εδώ:
«ΤΟ πάθημα πρέπει να σου γίνεται μάθημα στη ζωή», έλεγε ο παππούς μου ο Γιώργος. [...] ΣΥΝΗΘΩΣ βοηθάμε άτομα που έχουν ανάγκη ή προσποιούνται πως έχουν ανάγκη. Στη δεύτερη περίπτωση μικρό το πρόβλημα· έπεσες σε απατεώνα - ας πρόσεχες! Τώρα να το λουστείς.
(σ.ς. άπειρα τέτοια παραδείγματα στο νετ και στο μυαλό όλων, τί να λέει)

Παράδειγμα 2 - Το άσμα: Ας πρόσεχες αγόρι μου, να μη με ερωτευόσουν, ας πρόσεχες στο είχα πει, μαζί μου όταν κοιμόσουν. (σ.ς. η κυρία την ώρα που το έκανε του βόγκαγε με δαγκωμένο χειλάκι «ναι, ναι, ναι μωρό μου, σε παίρνω τώρα στα τέσσερα, αλλά δεν έχουμε και τίποτα, όλα κι όλα, μη μου ζητάς μετά τα ρέστα»).

Παράδειγμα 3 - δικό μας: Ούτε 'γώ δεν δίνω σημασία σ' αυτά που λέω και δεν ντρέπομαι να το δηλώσω, και συ ρε λακαμά κάθεσαι κι ασχολείσαι; Ασπρόσεχες.

Παράδειγμα 4 - δικό μου: Οδηγώντας νύχτα κοντά στην Ομόνοια σταματάω σε φανάρι. Οι πόρτες ξεκλείδωτες και η τσάντα στην θέση του συνοδηγού (αν είναι δυναμόν). Ένας ταλιμπάν ανοίγει την πόρτα του οδηγού και με τρομοκρατεί ουρλιάζοντας κάτι για το πίσω λάστιχο, όσο ο συνεργός του ανοίγει την άλλη πόρτα και κλέβει την τσάντα που είχε μέσα τα πάντα όλα. Ποιος φταίει; Εγώ φταίω. Ας πρόσεχα, νο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καραμπίνα - κυριολεξία: Ντουφέκι. Διάφορα είδη, παίζει σε κυνηγετική, σκοποβολής (ολυμπιακό αγώνισμα), κοντόκανη, μακρύκανη κ.λπ. Συνήθης πρωταγωνιστής σε αυτοκτονίες, δολοφονίες και μοιραία ατυχήματα, όπως αποδεικνύεται με ένα γούγλε γούγλε (παράδειγμα 1). Ορίστε, πάμε στα σλανγκικά τώρα:

Η καραμπίνα - χρήση στον λόγο: Πρόκειται για όπλο πολύτιμο λεκτικά με διάφορες προεκτάσεις. Αφενός κάνει μπαμ, ή κατά περίπτωση μπαμ-μπαμ-μπαμ (βλ. παρακάτω), αφεδύο είναι συνδεδεμένη ως έννοια με το περιμένω την ευκαιρία. Πώς την έχει στημένη ο κυνηγός πίσω από τον θάμνο, στις καλαμιές, γουοτέβα, με την καραμπίνα του και παραμονεύει το θήραμα για να το μπουμπουνίξει; Έεετσι! Διάφορες καραμπινιές που πρόλαβαν άλλοι στο σάιτ είναι το καραμπινάτο, ως κάτι προφανές (που κάνει μπαμ), η επαναληπτική καραμπίνα, ως ο ενεργητικός και άοκνος σεξουαλικός σύντροφος (κάνει μπαμ, μπαμ, μπαμ), αλλά και το ο καραμπίνας, ως ο τζογαδόρος που παίζει καραμπίνα, δηλαδή περιμένει μέχρι να δει την ευκαιρία για να κερδίσει. Η καραμπίνα όμως; Ιδού:

Η καραμπίνα - ορισμός: Χαρακτηρισμός για γυναίκα κωλοπετσωμένη, κατεργάρα, ενδεχομένως μπαμπέσα, που καιροφυλαχτεί και βρίσκεται συνεχώς σε επιφυλακή για ευκαιρίες οφέλους κάθε είδους και όλες οι ενέργειες, τα λόγια της κ.λπ. είναι προσανατολισμένες σε αυτή την κατεύθυνση. Η ετικέτα μπορεί να σημαίνει απλά καπάτσα ή να ενέχει δόσεις πανουργίας, δολιότητας και μουλωχτής υπουλοσύνης. Δεν αφορά απαραίτητα σε άτομο χωρίς αξία, αλλά σε κάποια που παίζει το παιγνιδάκι της μελετημένα (Παράδειγμα 2).

Η κυρία-καραμπίνα κάθεται και παραφυλάει το θύμα. Μόλις το εντοπίσει, το διπλαρώνει και με τερτίπια επιδιώκει να πετύχει τον στόχο της (τ. να τον τυλίξει, να του πουλήσει ασφάλεια ζωής, να του πουλήσει το μουνί της για εξουσία, τέτοια γενικώς). Η κλασική σκηνήτης Αλίκης να σκουντάει τον Παπαμιχαήλ σε φάση «Με συγχωρείτε, ήταν τυχαίο» χαρακτηριστική. Επίσης χαρακτηριστικά είναι κάτι υποθετικά σενάρια όπου, εντελώς τυχαία και αυθόρμητα, η νεαρή δικηγόρος λιποθυμά στα πόδια του ζάμπλουτου εργένη, του μαγειρεύει ένα καλό γεύμα και καταλήγει να οργανώνει ολυμπιακούς (Παράδειγμα 3).

Παραλλαγή - Παλιά καραμπίνα: Τα ανωτέρω περί καπατσοσύνης έχοντας επιπλέον βαθιά γνώση του αντικειμένου και μεγάλη εμπειρία. Παλιά πουτάνα στο κουρμπέτι κιέτσ' (Παράδειγμα 4).

  1. Τί ξεμυάλισε την Αννούλα; Η καραμπίνα του πατέρα της.

  2. Η Ελένη τα έχει με τον συμφοιτητή της τον Μάρκο που μένει στην εστία και κυκλοφορεί με παπί. Την αγαπάει, ξέρει πώς να χειριστεί την γ-καύλα της και να την μετατρέψει σε πυροτεχνήματα πίσω από τα κλειστά της μάτια και ο ίδιος μπορεί να τελειώσει τρεις φορές σε δύο ώρες χωρίς προβληματισμό.

Η Ελένη όταν βγαίνει με φίλες κοιτάει με ενδιαφέρον στα διπλανά τραπέζια, φλερτάρει και δηλώνει: «Καλός ο Μάρκος, αλλά αν βρω καμια καλύτερη περίπτωση, καναν γιατρό, καναν μηχανικό, κανέναν να έχει τον τρόπο του, ε, δεν θα μείνω με τον απόφοιτο του ΤΕΙ, μην τρελαθούμε».

Στην ανωτέρω ιστορία ο Μάρκος είναι επαναληπτική καραμπίνα και η Ελένη είναι καραμπίνα σκέτο.

  1. -Ξέρεις ρε πώς γνωρίστηκε η Γιάννα με τον Θόδωρα; Λένε ότι του λυποθύμησε στα πόδια την Ανάσταση στο Φανάρι! Παραφύλαγε η καραμπίνα αχαχααα
    -Χέσε ρε, είχε ανάγκη τώρα η Γιάννα, βουλευτίνα γυναίκα, τον Θόδωρα; Όλο μαλακίες διαβάζεις στις κωλοφυλλάδες.

  2. Λέει ο Γ. Μητσάκης μεταξύ άλλων (από εδώ): Στnν Κατοχή με είχε μια γριά [...]τεκνατζού. [...]Με πήγε στο Mοναστnράκι και μου έραψε ένα κοστούμι [...] Ήτανε παλιά καραμπίνα. Μου έλεγε όχι τώρα που σου έφτιαξα το κοστούμι να πάρεις δρόμο... [...] Μου πήρε και μπουζούκι αλλά το μπουζούκι έπρεπε να το κρεμάω στn ντουλάπα, όχι να το παίρνω και να φεύγω. 'Ηθελε να με έχει κρατnμένο.

Η καραμπίνα καραδοκεί. Η εκδίκηση της πάπιας. (από Galadriel, 15/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαφτικά: Τα προϊόντα μακιγιάζ ή αλλιώς «βαψίματος».

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες καλλυντικών: τα προϊόντα περιποίησης και τα βαφτικά, που χρησιμοποιούμε για να βαφόμαστε.

Δεν αναφερόμαστε στα σύνεργα του μπογιατζή των ντουβαριών, βλέπετε πουθενά κατηγορία «επαγγελματική σλανγκ»; - από την άλλη ο όρος βαφτικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το κόστος του μπογιατίσματος των ντουβαριών αλλά δεν είναι σλανγκ.


Αυτά. Ο ορισμός τελείωσε. Και μη μου αρχίσετε σεσινεπάσλανγκ γιατί το χω τσεκάρει, όλοι το χρησιμοποιούν και κανείς δεν το χει καταχωρήσει σε νορμάλ λεξικό. Ακολουθεί παράρτημα με αναλυτική αναφορά.

Παράρτημα - τα βαφτικά είναι (μη εξαντλητική αναφορά - όλα τα παρακάτω είναι απαραίτητα σε κάθε πλήρες μακιγιάζ, δεν παίζουν εναλλακτικά εκτός αν αναφέρεται):
Πρόσωπο (πάνω από την κρέμα ημέρας και την αντηλιακή): σπρέι λάμψης, αντισέρν κάτω από τα μάτια για να κρύψουμε τους κύκλους, μέικαπ σε όλο το πρόσωπο, πούδρα κανονική, μπρόνζερ, ρουζ στα μήλα (χαμογελάμε όταν το φοράμε για να μπει στα σωστά σημεία), χαϊλάιτερ μόνο πάνω στο κόκκαλο για να λάμπεις.

Μάτια: Στερεωτικό μπογιάς, τρεις αποχρώσεις σκιά (μία για την εσωτερική γωνία μία για την εξωτερική γωνία μία για κάτω από το φρύδι), Άι Λάινερ (βοήθειά μας - γραμμή δίπλα στην βλεφαρίδα), μάσκαρα (στη βλεφαρίδα) από μια ως τρεις στρώσεις, ή εναλλακτικά ψεύτικες βλεφαρίδες κάγκελο.

Χείλη: Στερεωτικό μπογιάς, περίγραμμα (λίγο πιο έξω από την φυσική γραμμή για να φαίνεται πιο παχύ), κραγιόν, πούδρα, δεύτερη απόχρωση κραγιόν που να αστράφτει (μόνο μια τελίτσα στο κέντρο του κάτω χειλιού για να φαίνεται πιο σαρκώδες).

Για να μην κουβαλάμε πολλά στο νεσεσέρ μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το ίδιο στερεωτικό μπογιάς για μάτια και χείλη.

Ισχύει ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος βαψίματος τόσο πιο φυσικό φαίνεται αυτό και πρέπει να βάφεσαι κανα δίωρο για να γίνεις διάσημη για την φυσική ομορφιά σου. Αατα.

Ασίστ από εδώ: γυναίκα μπογιατζής: [...]Η γκόμενα που έχει μακιγιαριστεί μέχρι αηδίας και κακόγουστα. Αγοράζει τα βαφτικά με το κιλό και πάντα σε φτηνιάρικες μάρκες, γιατί ούτως ή άλλως δεν την πολυπαίρνει οικονομικά. [...]

Εδώ: Η κυρία Χριστίνα ταξιδεύει πολύ συχνά σε ολόκληρο τον κόσμο, γι' αυτό σκέφτηκα οτι ένα μικρό τσαντάκι για να παίρνει μαζί της τα βαφτικά και τα καλλυντικά της θα ήταν ό,τι έπρεπε...

Εδώ: Χριστός κι απόστολος!! Τί μάτια είναι αυτά;;; Αυτοί δεν είναι μαύροι κύκλοι, αυτά είναι μαύρα μάγουλα με μπορντούρα ώχρα!! Πώς έγινα έτσι ρε μάγκα μου… Τόσο νέα, πλην όμως τόσο σαράβαλο!! Κάτσε να βάλω κρέμα τουλάχιστον και για το χρώμα, θα κάνω ότι μπορώ με το σοβά… νά’ναι καλά ο Dior και τα βαφτικά του!

Σχετικό: σοβάς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκ γυναικεία του στάιλινγκ και της μοδός. Το λήμμα είναι σκοπίμως γραμμένο με κεφαλαία, γιατί έτσι γράφεται συχνά (βλ. παρ. 1) επειδή δεν είναι απλή έκφραση, αλλά πρόκειται για Ιδέα. Μη χαμογελάς με το βελάκι πάνω από το πρώτο αστέρι, ώρα για τη μόρφωσή σου.

«Μικρό Μαύρο Φόρεμα» (περισσότερες από 99.000 επιστροφές στο γούγλε, όπως είναι με τα εισαγωγικά): Μεταφορά στην Ελληνική του ξενικού όρου «Little Black Dress» (περισσότερες από 2.000.000 επιστροφές στο γούγλε). Καταχώρηση στη Βίκυ, ολόκληρη λίστα βιβλίων, εξειδικευμένα σάιτς, ειδικό αρκτικόλεξο (LBD – χρησιμοποιείται ατόφιο και στα Ελληνικά κείμενα – βλ. παρ. 2), τραγούδια, ειδικά events προς τιμήν του, ετήσιο γκαλά, κάτσε καλά. Το λανσάρισε η Κοκό Σανέλ στα '20ς και δεν ήξερε τί καλό θα έκανε στις επόμενες γενεές γυναικών (βλ. παρ. 3) - το γιατί θα το δείτε παρακάτω.

Πρόκειται για σχετικά απλά ουδέτερα μαύρα φουστανάκια, συχνά με κοντή φούστα αλλά όχι πάντα, διαφορετικά μεταξύ τους (πχ βλέπε τα μήδια - όλα αυτά είναι LBD), αλλά χωρίς υπερβολές στο σχέδιο, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η διαχρονικότητα, η ευελιξία και η πολυμορφικότητα του ρούχου. Η ιδιαιτερότητά του είναι ότι, σε αντίθεση με άλλα γυναικεία ρούχα, μπορεί να φορεθεί τόσο το πρωί σε χαλαρές καταστάσεις (αρκεί μια σπορ μπότα χωρίς τακούνι ή «μπαλαρίνες» για να το βάλεις στο γραφείο), όσο και το βράδυ σε επίσημες (αρκεί π.χ. θανατηφόρα στιλέτο, χρυσά κοσμήματα και μαλλί ψηλά για να βγάλεις και τη δεξίωση και το μπουζούκι άμα λάχει ναούμ').

Παίζει δηλαδή να φοράς το ίδιο φουστανάκι σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις της χρονιάς, αλλάζοντας παπούτσια και σκουλαρίκια και να την σκαπουλάρεις χωρίς πολλά σουφρώματα της μύτης από τις άλλες κυρίες, τ. «πάλι το ίδιο έβαλε» - πρέπει η άλλη να είναι εξαιρετικά παρατηρητική και κακοπροαίρετη και δεμπαναγαμηθεί στην τελική. Γεια σου ρε Κοκό με τα ωραία σου.

Στο νετ βρήκα και παράδειγμα για το πόσο ο όρος μικρό μαύρο φόρεμα έχει εξαπλωθεί, που πλέον χρησιμοποιείται και ως μεταφορά για την κομψότητα και την καταλληλότητα σε όλους τους τομείς: «το ipod είναι το μικρό μαύρο φόρεμα της τεχνολογίας»...

Χε, να το πω κι αυτό, έχει τύχει να δω σε γυναικείο περιοδικό την ατάκα «αυτό το γκρι μικρό μαύρο φόρεμα». Σαν να λέμε ότι αρκεί να είναι ουδέτερο το χρώμα και το συμπεριλαμβάνουμε. Δηλαδή μπορεί να είναι και μπεζ; Και λευκό; Ναι, είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι.

Παράδειγμα 1 (εδώ):
Δώρο InStyle Φεβρουαρίου: Tο Μικρό Μαύρο Φόρεμα. Φοριέται παντού και με άπειρους τρόπους. Μην το χάσετε.

Παράδειγμα 2 (εδώ):
Το βασικότερο κομμάτι της γκαρνταρόμπας μίας γυναίκας, όσα χρόνια και αν περάσουν, όποια μόδα και αν είναι επίκαιρη είναι ένα… Το αιώνιο κλασικό μικρό μαύρο φόρεμα (LBD little black dress). [...] μπορεί λοιπόν να φορεθεί από το πρωί μέχρι το βράδυ, σε κάθε περίσταση και σε κάθε έξοδο!

Παράδειγμα 3 από τη Βίκυ: Η Κοκό Σανέλ [...] ήταν μια από τις διασημότερες σχεδιάστριες μόδας του 20ού αιώνα [...] Ίδρυσε ομώνυμο οίκο μόδας που παραμένει στην επικαιρότητα μέχρι σήμερα. Το 1923 δημιούργησε το άρωμα Σανέλ νούμερο 5 και εφηύρε το μικρό μαύρο φόρεμα.

Παράδειγμα 4 (εδώ): Μεταμόρφωσε το LBD σου! Τα αξεσουάρ κάνουν από μόνα τους την διαφορά, γι΄ αυτό προτίμησε τα για να δώσεις νέο αέρα στο LBD σου κι όχι μόνο!

Παράδειγμα 5 - Βίκυ για την Όντρεϊ Χέπμπορν: Το «μικρό μαύρο φόρεμα» από την ταινία «Breakfast at Tiffany's», σχεδιασμένο από τον Ζιβενσύ, πωλήθηκε σε πλειστηριασμό του Οίκου Christie’s στις 5 Δεκεμβρίου 2006 για £467,200 (περίπου $920,000), περίπου εφτά φορές πάνω από την αρχική του τιμή. Αυτή είναι η μεγαλύτερη τιμή που έχει ποτέ δοθεί για φόρεμα από ταινία. Τα έσοδα πήγαν σε φιλανθρωπικό ίδρυμα που βοηθά μη προνομιούχα παιδιά στην Ινδία.

Παράδειγμα 6 - φιλενάδες, στα μαγαζιά:
-Ουφ.
-Τι ρε, βαρέθηκες κιόλας;
-...αμάν ρε, τι κιόλας, δεν έχεις αφήσει κρεμάστρα για κρεμάστρα και κοιτάς αυτές τις μαλακίες τις φωσφοριζέ και μετά θα μου το ζαλίζεις «τι να βάλω» και «τι να βάλω», που ψωνίζεις ψωνίζεις και ποτέ δεν έχεις να βάλεις... Πάρε ρε κανα μικρό μαύρο φόρεμα να είσαι σούπερ παντού και μετά τα κοιτάς τα πούπουλα!
-Ναι, καλά, μαλακίες κλασικούμπες, εγώ ρε θέλω άμα μπαίνω μέσα να φεύγουν οι λουλουδούδες απ' την πίστα και να ρχονται στην πόρτα... αυτό το χρυσοπράσινο σ' αρέσει;
-Σα χοντρή χρυσόμυγα θα είσαι, πα να πιω καφέ και έλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προεόρτια κυριολεκτικά - το προφανές: τα γλέντια που γίνονται πριν την γιορτή για να προετοιμάσουν τον κόσμο για τα πανηγύρια της κανονικής γιορτής – μικρότερα σε ένταση και έκταση, αλλά καθόλου ευκαταφρόνητα.

Στην Γυναικεία γλώσσα προεόρτια είναι όλα τα γλέντια που προειδοποιούν και προετοιμάζουν τις γυναίκες για τα πανηγύρια της περιόδου (σπλατεριές κιέτσ'). Το λήμμα αναφέρεται είτε απλά σκέτο «προεόρτια» ή, για την αποφυγή μπερδεμάτων, κομπλέ με την διευκρίνιση «περιόδου».

Ας σημειωθεί ότι, δεν πρόκειται για απλή ειρωνική ή περιπαικτική μεταφορική γενικόλογη χρήση της λέξης, αν και υποθέτω ότι έτσι θα ξεκίνησε, αλλά για χρήση που σημαίνει πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Ως προεόρτια της περιόδου αναφέρονται, ανάλογα με το κορμί και τους νευρώνες της καθεμιανής - τα κορμιά μας έχουν δικό τους χαρακτήρα - τα εξής (μη εξαντλητική λίστα):

  • Ψυχολογικά: κακοδιαθεσία, νευρικότητα, υπερευαισθησία, ανησυχία, θυμός, αϋπνία, δυσκολία στην συγκέντρωση, κατάθλιψη, αδυναμία, άγχος, κακή λειτουργία της μνήμης, αίσθηση χαμηλής αυτοεκτίμησης, ξεσπάσματα σε κλάματα.
  • Κοιλιακά: κράμπες στην κοιλιά, φουσκώματα, δυσκοιλιότητα, ναυτία, εμετοί, πόνος στην πλάτη και στην μέση, συχνοουρία.
  • Δερματικά: ακμή, εξανθήματα.
  • Κατακράτηση υγρών: πρήξιμο αστραγάλων, χεριών και ποδιών, παροδική αύξηση του βάρους, πρήξιμο στήθους και πόνος.
  • Νευρολογικά – μυϊκά: πονοκέφαλος, ζαλάδες, τάση για λιποθυμία, μουδιάσματα, ταχυκαρδίες.
  • Κολπικές εκκρίσεις: καφέ ή ροζ ανάλογα με το κορμί όπως προαναφέρθηκε και ανάλογα με το πόσο κοντά είναι η γιορτή.

    Τα προεόρτια ως κουβέντα της καθομιλουμένης σχετίζονται άμεσα με τον επίσημο όρο «προεμμηνορροϊκό σύνδρομο» και βέβαια με το γνωστότατο, λόγω της αμερικάνικης κουλτουροτιβίς μας, pms. Η πλάκα είναι ότι όλα τα παραπάνω είναι και συμπτώματα εγκυμοσύνης οπότε αν παίζει τέτοιο ενδεχόμενο η φάση γίνεται μύλος, άντε να καταλάβεις... βλ. τελευταία παραδείγματα από γυναικοφόρα.

Σο αυτάααα. Κάθε μήνα, λίγα απαυτά, μερικά απαυτά, όλα αυτά, ανάλογα. Ευτυχώς όμως μετά έρχεται επιτέλους η περίοδος και φεύγουν, μένει μόνο η αιμορραγία, άντε και κανα πονάκι, για καμιά βδομάδα. Δηλαδή, μούμπλε μούμπλε μια βδομάδα αιμορραγία, δύο προεόρτια, μια κανονική ζωή. Ποιος με ρώταγε, δεν θυμάμαι, γιατί να παίρνουν νωρίτερα οι γυναίκες σύνταξη... :P

(τραλαλά) -Πάμε για κανα ποτάκι Σάββατο;
(σνιφ) -Άσε ρε Χρύσα, δεν το βλέπω, δεν είμαι πολύ καλά... (σνιφ)
(ενδιαφέρον / ανησυχία) -Τι είναι ρε; Σε τριγυρνάει καμιά ίωση; (μπερδεμένη παραίτηση / σιωπηλή αγωνία) -Μπα... Ξέρω γω... Όλα μαύρα μου φαίνονται. Όλοι είναι εναντίον μου, δεν μ' αγαπάει κανείς. Να τώρα το σκέφτομαι και μου ρχεται να βάλω τα κλάματα (μπουχουχού).
(συμπόνοια) -Ωχχχ... (περίσκεψη) Πότε είναι να αδιαθετήσεις; (σκέψη) -Χμμμ... την άλλη βδομάδα... (μάτια γουρλώνουν - είδαμε το φως το αληθινό) Ε, πες το ρε πούστη μου!!! Τα προεόρτια είναι!!! (ανακούφιση) Άι σιχτίρι και τα 'παιξα, νόμιζα ότι έφτασα για ψυχιατρείο ουφ!

Εδώ: Προεόρτια περιόδου και εγκυμοσύνη: [...] Πάντα πριν μου έρθει περίοδος, έχω τα λεγόμενα προεόρτια (καφέ υγρά) για 2-3 μέρες.

και εδώ: συμπτώματα ωορηξίας; η προεόρτια περιόδου; Κορίτσια καλησπέρα, τα φώτα σας [...]έχω ενα τράβηγμα στο στήθος, μοιάζει με προεόρτια περιόδου αλλά δεν είναι λίγο νωρίς; εχω κύκλο 32 ημερών. Λέτε να είναι ωορηξία; [...]

και εδώ: Απ:Προεόρτια περιόδου - Εγώ απλώς αισθάνομαι κουρασμένη.Δεν έχω ψάξει βέβαια τη θερμοκρασία μου για να δω αν όντως έχω δέκατα.Τώρα μάλιστα θα έπρεπε να έχω αδιαθετήσει γιατί έχω φουσκώματα,πόνους,ζαλάδες και πονάκια στη μέση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεργούνι: εξευτελισμός, ρεζίλεμα.

Βγαίνω (ή με βγάζουν) σεργούνι: γίνομαι βούκινο, ντροπιάζομαι σε κόσμο, ξεφτιλίζομαι, γίνομαι ρόμπα (απλή ή, κυρίως, υπερθετική).

Συνδέεται στην συνείδηση του λαού με το ξεφτιλίκι που επιτυγχάνεται όταν βγαίνουν τα άπλυτά σου στη φόρα μέσω κουτσομπολιού, ενώ συχνά παίζει να ενέχεται και συκοφαντία.

Ο ορισμός μας για το θάψιμο περιγράφει σε μεγάλο βαθμό τον ένοχο και το θύμα. Ο κολλητός που έχεις κλάψει στον ώμο του επειδή είσαι διαφανής για μια γκόμενα που δεν το ξέρει - τώρα το ξέρουν όλοι και την δουλεύουν, εσένα απλά σε περιφρονούν, λούζερ. Η κατίνα της γειτονιάς που παρακολουθεί με μεγάλη σπουδή τα εσώρουχα που απλώνεις να στεγνώσουν - όλη η πλάση μαθαίνει για το κόκκινο βρακί αυτοκινήτου, πού, πού το φοράς εσύ δηλαδή το βρακί, ε, ε, χήρα γυναίκα, αλλά είσαι μια πουτάνα που οργανώνει όργια, λυπούνται όλοι τον γιο σου που είναι και φαντάρος το παλικάρι. Η οικιακή βοηθός που βρίσκει στο συρτάρι τα μπλε χαπάκια - στη λαϊκή συζητούσε ο ψαράς με την κυρία που πουλάει τα μανταρίνια ότι ε, ήταν προφανές πως είσαι ανίκανος, αχχχ η καημένη η γυναίκα σου γι' αυτό είναι μαραμένη. Άστα. Σε βγάλανε σεργούνι.

Η λέξη προέρχεται από την τουρκική γλώσσα όπου, λέει, σημαίνει εξορία και με αυτή την έννοια είναι σχετική με την διαπόμπευση.

Έκφραση χρησιμοποιούμενη σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου (στανταράκι Ηλjεία, Μεσσηνjία, Αρκαδία, Λακωνία), αλλά και αλλού (πχ στο νετ την πέτυχα και ως ιδιωματισμό της Σκύρου).

- Μπράβο Γιώργο μου, μπράβο αστέρι μου, καλά ρε ηλίθιε, πήγες με τη Ρούλα; Με τη Ρούλα;;; Δε σου 'λεγα ότι έχει βγάλει όλη την εταιρία σεργούνι; Τόσο το 'χει ο ένας, αυτουνού είναι στραβιά, εκείνος την έχει γαϊδουρινή και με κούρασε, ο άλλος είναι μαλακοκαύλης;
- Ε, καλά ρε, για μένα τι να πει δηλαδή... - Α είσαι εντελώς μαλάκας! Τι να πει ρε στόκε το τσόκαρο, άμα θέλει να βρει να πει δεν θα πει; - Παιδί μου δεν κάναμε τίποτα λέμε!!! Μου την έπεσε σαν λυσσάρα αλλά δεν μπορούσα τόσο χύμα ξενέρωσα, δεν έγινε σκηνικό.
- ...Ωχ. Την πάτησες - τσάμπα το ξεφτιλίκι. - Μα τι να πει;!!!
- Ας πούμε... ότι την έχεις σαν το καπάκι του μπικ και μόλις που έφτασε μέχρι τον ουρανίσκο της;
(γκντουπ)
-...(μονολογεί) αυτά είναι ρε πούστη μου, τις πηδήξεις δεν τις πηδήξεις πάλι μαλάκας είσαι...

Από εδώ: Αυτοί οι κύριοι που παίρναν σβάρνα τις διάφορες πόλεις για να βρούν τις νέες Σπάις Γκέρλς και είχαν την κακοήθεια να μας δείχνουν τις χειρότερες οντισιόν κάνοντας ρόμπα τα κοριτσάκια στο Πανελλήνιο, καλά θα κάνουν να πάνε να καθαρίσουν τους καθρέφτες τους με λίγο σάλιο. Γιατί βέβαια με τη λογική «εμείς είμαστε σοβαροί αλλά στην ουσία κάνουμε και λίγο πλάκα, τηλεόραση είναι» κάποιοι άνθρωποι γίνονται σεργούνι και πολλοί περισσότεροι γίνονται περισσότερο σεργούνι που στήνονται να τους δουν.

Οκ. Δεν υπάρχει ελπίδα. Βγήκες σεργούνι. (από Galadriel, 12/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπόζα: υφάκι, «μούτρα», κατσούφιασμα παρεξήγας.

Κρατάω ή βαστάω μπόζα σε κάποιον: είμαι παρεξηγημένος μαζί του σο του κάνω μούτρα, του το παίζω βαρύ πεπόνι, του γυρνάω τα μούτρα, δεν του μιλάω με την έννοια της μόνιμης κατάστασης τ. δε μιλιόμαστε, τον αντιμετωπίζω ως διαφανή όταν πέφτω μούρη με μούρη και γενικώς του δείχνω ότι κάτι με έχει ενοχλήσει, με αυτό τον ώριμο τρόπο που συχνά εφαρμόζουν οι ενήλικες και τα πεντάχρονα εξίσου.

Ο όρος φαίνεται να προέρχεται από το ιταλικό posa, την γνωστή μας πόζα. Σαν να λέμε, περνάς δίπλα από τον άλλο κι αυτός αντιδρά σαν να αντίκρισε φωτογράφο: θεατρινίζει παίρνοντας αφύσικη πόζα, με το κεφάλι να στρίβει αυτομάτως προς την αντίθετη μεριά από όπου βρίσκεσαι, με κλίση προς τα πάνω (η μύτη ψηλά) και καρφώνεται εκεί, μέχρι να προσπεραστεί το αντικείμενο της βδελυγμίας του, δηλαδή εσύ (ή να αστράψει το φλας).

Στην Ιταλική βεβαίως υπάρχει και η λέξη «musoduro» (λέει) από την οποία προέρχεται η λέξη μποζοντούρος, που στα Κερκυραϊκά (λέει) θα πει μουτρωμένος - μου φαίνεται πολύ πιθανό να σχετίζεται και αυτό, αλλά το αφήνω στην κρίση σας και διαθέσιμο για σχολιασμό.

Γιαγιαδισμός από τους λίγους. Για άλλη μια φορά καταθέτω σπέκια στην σχωρεμένη γιαγιά μου, που όταν της περνούσε από το μυαλό πως κάποια γειτόνισσα της κράταγε μπόζα αρρώσταινε.

  1. Γιαγιάκα #1 προλαβαίνει τη γιαγιάκα #2 στο δρόμο: Γιαγιάκα #1: Μαρίκα;! Να που σε προφταίνω, δεν ήρθα στο κήρυγμα σήμερα, έχω άρρωστο τον Βαγγέλη, τι άκουσες;
    Γιαγιάκα #2: Ε τι να ακούσω, τον Παπα-Γιώργη άκουσα κι αυτόν μισόν… Ξέρω γω μωρέ, σταναχωρέθηκα, είδα την Λούλα του Κωτσαντώνη και μου φάνηκε πως μου κράταγε μπόζα. Γιαγιάκα #1 (απογοήτευση): Αφού την ξέρεις τη Λούλα είναι ξινή, σε όλους μπόζα βαστάει, χέστηνε, ο καθένας το μακρύ και το κοντό του... Άντε τίποτα δεν έμαθες πάλι, περίμενα και εγώ να ακούσω κανα κουτσομπολιό, τσάμπα πας εκκλησία εσύ… Πα να δω το ταψί, θα τα πούμε πιο μετά. (...τρέχει να προλάβει την παρακάτω γιαγιάκα...)

  2. -Σούπω ρε, τι έπαθε η Νάσια του βητατρία; Την πέτυχα στη σκάλα, της είπα καλημέρα και έκανε ότι δε με είδε, τι παίζει τώρα;
    -Της είπε η Λένα ότι θα πας στο πάρτι της τρίτης με τον Λεωνίδα. -Ποιο Λεωνίδα;
    -Έναν του γαματέσσερα που της αρέσει και η Λένα τα χει πάρει μαζί της γιατί αγόρασε το ίδιο παντελόνι και της το 'πε για σπάσιμο.
    -Α καλά, για γνώρισέ μου το Λεωνίδα, τουλάχιστον να πάει χαλάλι η μπόζα της...

Μμμμ... (από Galadriel, 22/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω στράκες: Κάνω μπαμ - όπως μια στρακαστρούκα. Εντυπωσιάζω, καταπλήσσω. Σκίζω (παρ. 1). Έχω τρελή πέραση (παρ. 2). Γαμώ και δέρνω. Με ζηλεύουν και με αντιγράφουν (παρ. 3).

Κάνω φοβερή αίσθηση. Κάνω εκρηκτικές εμφανίσεις - όταν σκάω μύτη όλα τα κεφάλια γυρνάνε προς το μέρος μου και μένουν εκεί άλαλα, με ταυτόχρονη πτώση της κάτω σιαγόνας: τους αφήνω όλους μαλάκες (παρ. 4). Τα λέιζερ είναι όλα εδώ για μένα.

Αυτός (-ή) που αποφασίζει (-ω) να είναι μαζί μου καμαρώνει για πάρτη μου ανάλογα με την περίπτωση, επειδή μιλάω μαζί του, επειδή περπατάω δίπλα του, επειδή βογκάω κάτω του / πάνω της. (παρ. 5).

Η παρουσία μου έχει τα ίδια αποτελέσματα στον περίγυρο με το χτύπημα του κεραυνού. The lightning strikes. Περνάω και σηκώνω θύελλα - κάνω στράκες.

  1. «Σκίζω»: Ο Άρης έδεσε ομάδα που κάνει στράκες, η Τρίπολη επίσης, τα ίδια ο Λεβαδειακός. Η σωτηρία του ελληνικού ποδοσφαίρου, όσο υπάρχει τέλος πάντων, δεν μπορεί να είναι άλλη από την ομαδική μετανάστευση των λάτιν.

  2. «Έχω τρελή πέραση»: Οι νεώτεροι προφανώς δεν θα το θυμούνται, αλλά οι πιο παλιοί ίσως έχουν ακούσει ένα «ανέκδοτο» που έκανε στράκες στις αρχές της δεκαετίας του 1980:
    «- Ποια είναι η πιο κουφή γκόμενα;
    - Του Σαλαμπάση.»
    Ο λόγος είχε να κάνει με την τεράστια επιτυχία του άσματος «Σ' αγαπάω, μ' ακούς;» που τραγουδούσε ο συμπαθής λαϊκός βάρδος με το κάπως νυσταλέο βλέμμα...

  3. «Με ζηλεύουν και με αντιγράφουν»: Απ'την άλλη η Farrah Fawcett δεν ήταν ο αγαπημένος μου άγγελος του Τσάρλι. Οι πιτσιρίκες ήμαστε χωρισμένες. Τις περισσότερες ψήφους έπαιρνε η Κέλλυ (λόγω ομορφιάς) , η Τζιλ φυσικά (λόγω μαλλιού , αυτό το μαλλί της Fawcett έκανε στράκες παντού , στην Ελλάδα ακόμα και τώρα μετά από τόσα χρόνια!) και τέλος τη μία και μοναδική ψήφο , τη δική μου , την έπαιρνε η Σαμπρίνα.

  4. «Αφήνω τους άλλους άφωνους»: Γήινες γεύσεις ανακατεμένες με δέρματα και πικάντικες νότες, σε ήπιους και ελαφρούς τόνους, που μετά το πρώτο 3ο αποκτούν μία βελούδινη γλυκύτητα, χαρακτηρίζουν αυτή τη χαμηλοβλεπούσα mareva, που χωρίς να κάνει στράκες, δεν περνά και απαρατήρητη.

  5. «Καμαρώνουν για μένα»: Προσπάθησα να σκεφτώ κάτι ευχάριστο. Να, λόγου χάρη, σήμερα η μοτοσυκλέτα θα είναι έτοιμη. Και τι μοτοσυκλέτα! Μια Χάρλεϋ Ντάβιντσον που έκανε στράκες στη γειτονιά. Χτες την πήγα για σέρβις. Το μεσημέρι θα πάω στο συνεργείο. Θα την πάρω και…

Lightning στράκες. (από Galadriel, 07/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό:

  • ο ψίθυρος, ο ελάχιστος ήχος, η ανεπαίσθητη φωνούλα, μιλιά, λέξη,
  • χαρακτηρισμός κατάστασης (παρ. 1): μόκο, δεν ακούγεται ούτε ψίθυρος για το φλέγον θέμα, κάποιοι κάνουν υποχθόνια ησυχία με σκοπιμότητα να αποκρύψουν γεγονότα, κάνουν το γερμανό και σφυρίζουν αδιάφορα για τον καιρό.

    Επιφώνημα (με εννοούμενο το «μη βγάλεις»):

  • προσταγή απόλυτης ησυχίας: Τσιμουδιά! - Σσσ!!! Σουτ! Σιωπή! Σκασμός! Ούτε κιχ! Άχνα! (παρ. 2)

  • προσταγή τήρησης απόλυτης εχεμύθειας τ. μη διανοηθείς να βγάλεις τσιμουδιά (γιατί κατά τα γνωστά η οικογένεια είναι το πιο σημαντικό πράμα, τα τσιμεντένια παπούτσια δεν είναι όμορφα κ.λπ.).

Παράδειγμα/-τα 1: Τσιμουδιά για τον Κάρατζιτς. Τσιμουδιά από τον Άρη για Γκρασιάν. Τσιμουδιά τα Ελληνικά ΜΜΕ!

(Παράδειγμα 2, εδώ: Μπαμπάς στο παιδάκι του την ώρα του δείπνου:)
-Φάε τη σούπα σου και τσιμουδιά!

Τσιμουδιά δε θα βγάλω, εδώ θα κάτσω και θα σας ακούω, αλήθεια. (από Galadriel, 08/05/10)Τσιμουδιά, αλλιώς οι φωνές στο κεφάλι μου θα πρέπει να αρχίσουν να φωνάζουν. (από Galadriel, 08/05/10)

Σχετικά: σιλάνς, τουμπεκί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified