Άτομο που, παρόλο που του έχουν δοθεί ευκαιρίες, συνεχίζει να απογοητεύει, με αποτέλεσμα ο άλλος να τον βάζει στην μαύρη λίστα, να τον ακυρώνει.

- Μου την είπες μια, έκανα τον μαλάκα, μου την είπες δυο, άντε κατά λάθος θα το έκανε, μου την είπες τρεις, ε, όχι ρε φίλε, τέρμα για μένα είσαι εντελώς άκυρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ανθρώπινες μάζες που δεν διαθέτουν την κοινή λογική και απλά άγονται και φέρονται χωρίς ελπίδα να γίνουν κάποτε κανονικοί άνθρωποι.

- Είσαστε ζώα ΖΩΑ!
(zimkostas, με ειδική προφορά γεμάτη απέχθεια, σαν να φτύνεις τον άλλο κατάμουτρα).

Σ.ς. Πρόκειται περί διάσημης ατάκας μιας εξέχουσας προσωπικότητας διαφόρων τσατοκοινωνιών, γνωστού γιαχουτζή σε μόνιμη κόντρα με την γράφουσα με την καλή την έννοια, αν υπάρχει τέτοια. Ζιμ, αν ζεις ακόμα, να ξέρεις ότι αυτή η μαλακία ορισμός που σου αφιέρωσα μου κόστισε έναν καλύτερο βαθμολογικό μέσο όρο στο σλανγκ, τί άλλη θυσία πια.

(από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπανιαρισμένος στα σκατά. Χρησιμοποιείται ως όρος όταν δεν υπάρχει αίσθηση της πρωτοτυπίας στο μπινελίκι. Ζώα.

Μπήκε στο σπίτι μου ο σκατιάρης και έκανε ένα μήνα να ξεμυρίσει η σκατίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα που θα πάρει ο πρώτος γιος του κερατά, ο οποίος παντρεύτηκε ιδιαιτέρως τσαχπίνα γυναίκα, γνωστή σε όλους της ευρύτερης περιοχής λόγω π.χ. των οργίων στα οποία συμμετείχε στο Λύκειο. Λέμε τώρα. Αν προταθεί ως όνομα στον μέλλοντα πατέρα, θα πει ότι κάποιος πάει απ' έξω απ' έξω να τον προειδοποιήσει τον άνθρωπο.

- Αχ Κώστα μου πολύ χάρηκα που άκουσα ότι περιμένετε αγοράκι με την Ελένη. Πώς θα το πείτε;
- Βρασίδα σαν τον πατέρα μου.
- Μωρέ Απόλλων να το πείτε, Απόλλων, άκου που σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαρακτηρισμός είναι βαρύτατος, βαρύτερος του μαλάκα. Ο μαλάκας παίζει τον δικό του. Ο μινάρας παίζει κάποιον ξένο. Δηλαδή μεγάλη ρόμπα.

Πατρινής προέλευσης.

Καλά ρε μαλάκα, εσύ είσαι εντελώς μινάρας.

Atletico Mineiro (από patsis, 04/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified