Γυναίκα -συνήθως-, η οποία δράττεται πάσης ευκαιρίας που της δίνεται για συνεύρεση, ανεξαρτήτως ηλικίας, κατάστασης, φυλής του υποκειμένου. Υποδηλώνει γυναίκα Ποππαία, έχουσα στο μυαλό της μόνον αυτή την ενέργεια και εντελώς αφιλοκερδώς, μόνον για ευχαρίστηση.
Μπορεί να συναντηθεί και σε αρχαϊζουσα μορφή: ψωλάρπαξ, η (ουσ., θηλ.). Κλίνεται κατά το ἅρπαξ.
-Αυτή η Κ. ρε φίλε, πολύ ψωλάρπαγας είναι!