Γυναίκα -συνήθως-, η οποία δράττεται πάσης ευκαιρίας που της δίνεται για συνεύρεση, ανεξαρτήτως ηλικίας, κατάστασης, φυλής του υποκειμένου. Υποδηλώνει γυναίκα Ποππαία, έχουσα στο μυαλό της μόνον αυτή την ενέργεια και εντελώς αφιλοκερδώς, μόνον για ευχαρίστηση.

Μπορεί να συναντηθεί και σε αρχαϊζουσα μορφή: ψωλάρπαξ, η (ουσ., θηλ.). Κλίνεται κατά το ἅρπαξ.

-Αυτή η Κ. ρε φίλε, πολύ ψωλάρπαγας είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται ως τέτοιο, γκομενάκι νεαρής ηλικίας με καλοσχηματισμένα οπίσθια, μικρού μεγέθους και μανιτζέβελα. Ο όρος δίδεται ως υποκοριστικό που εκφράζει με χαριτωμένο τρόπο το νεανικό γυναικείο κορμί.

Φίλε μου, η κοπελιά έχει ένα κωλαρίδι, άλλο πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση σχετίζεται με υπονοούμενη μπηχτή που αφορά κυρίως σεξουαλικές προτιμήσεις ατόμων με άτομα του ίδιου φύλου και δη, αντράκια. Εκφραστικά, πρέπει απαραιτήτως να απευθύνεται υπό μορφήν ερωτήσεως στο άτομο για το οποίο υπάρχουν υποψίες και δεν δύναται επ' ουδενί να αναφέρεται σε πρώτο πρόσωπο, όπως στην καταχώρηση της εκφράσεως. Υπάρχουν πάμπολλες εκφράσεις με ανάλογη σημασιολογία:

- Το τυλάς το πούρο;
- Την καις τη βάτα;
- Τον ξεσκονίζεις τον κουραμπιέ;
- Το γαζώνεις το στρίφωμα;
- Το κολλάς το γραμματόσημο;
- Την καρφώνεις την όπισθεν;

- Δε μου λες ρε λεβέντη, τον κομποζάρεις τον καναπέ;

Βλ. την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα αναφέρεται σε γκομενίδιο, το οποίο παρά το φαινομενικό του ύψος, μέγεθος και άλλα φυσικά χαρακτηριστικά, δίδει την εντύπωση πως είναι δεινή γνώστης της πεολειχίας, αλλά λόγω των προαναφερθέντων, προσλαμβάνει τον υποκοριστικό χαρακτηρισμό «πιπερότο».

- Φιλαράκι, σου λέω πως αν και 19 χρονών, η γκόμενα είναι πολύ πιπερότο!

Βλ. και λήμμα πουτσομεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αφορά χαρακτηρισμό ατόμου, του οποίου οι ενέργειες δίνουν την εντύπωση του τσίπη, του καρμίρη, του μη έχοντος, ο οποίος εν τω μεταξύ κάνει και τα πάντα για να φαίνεται, ή, με αυτά που κάνει, προκαλεί την απέχθεια των υπολοίπων.

Σε τραπέζι κυριλέ:
- Ρε συ, τον βλέπεις εκείνον στην άκρη; Κοίτα πως αρπάζει τα μπινελίκια απ' το πιάτο! Είναι πολύ πεινάω ο τύπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανωτέρω έκφραση λέγεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες πρέπει να τονιστεί η απρεπής συμπεριφορά ατόμου που ενεργεί ή πράττει κατά τρόπον που δεν συνάδει με το σεβασμό που πρέπει να επιδείξει στον δάσκαλό του. Είναι ανάλογη της παροιμίας «η αλεπού 100 χρονών και το αλεπουδάκι 110».

Βοηθός φαναρτζή:
- Ρε αφεντικό, βάλε λίγο στόκο παραπάνω, φαίνεται ακόμα το βούλιαγμα!
Φαναρτζής:
- Ναι ρε, θα μας πεις και πως θα το κάνουμε! Ναυτάκια που γαμούσαμε, γίναν καπεταναίοι!

(Η επιλογή του μάστορα ήταν τυχαία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση στην οποία περιέρχεται άτομο που προκαλεί την τύχη του κάνοντας διάφορες παπαρίτσες σε κάποιον, ο οποίος μετά απο όλα αυτά, του τάζει γαμήσι δίχως αύριο αν τον πιάσει στα χέρια του, λόγω του εκνευρισμού που του προκαλεί. Η έννοια βέβαια εμπεριέχει ποιητικά στοιχεία, διότι η υποσχόμενη πράξη που θα είναι τόσο βάρβαρη ώστε να μην υπάρχει αύριο για το αντικείμενο, λαμβάνει αυτή τη χροιά ώστε να μεγεθύνει το παραγόμενο αποτέλεσμα.

-Έτσι και σε πιάσω στα χέρια μου, θα φάς ένα γαμήσι δίχως αύριο!

Ενα γαμήσι δίχως αύριο το γαμήσι αυτό (από GATZMAN, 19/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική της πεολειχίας: συνδυάζει κινήσεις στόματος και χειρός κατά τρόπον ώστε με κάθε ξεμπούκωμα του πέους να εκτελείται περιστροφική χειρομάλαξη με άνω ή κάτω φορά, προκειμένου να επιτυγχάνεται βέλτιστη ευχαρίστηση.

Η τεχνική αυτή ονομάζεται και «τσιμπούκι μπαγιονέ», λόγω της ημιπεριστροφής του χεριού στον κορμό του πέους, που θυμίζει το βίδωμα λάμπας μπαγιονέ με μισή βόλτα.

- Η Χ τραβάει κάτι στριφτοτσίμπουκα, άλλο πράμα!

(από Vrastaman, 20/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται ως «τσιμπουκλιόζα» το γκομενάκι το οποίο είναι βιρτουόζα στις πίπες και δή στα στριφτοτσίμπουκα (ή άλλως επονομαζόμενα μπαγιονέτ).

Πω ρε φίλε, αυτή η Χ κάνει κάτι πίπες!!! Πολύ τσιμπουκλιόζα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκομενάκι καθήμενο σε σκαμπό μπάρας, έχοντας το ένα πόδι στο πάτωμα και το άλλο στο σκαμπό, κουνιέται μπρος-πίσω σε κίνηση που θυμίζει το κούνημα σε ερωτική συνεύρεση στα όρθια.

-Ρε φίλε! Κοίτα τη Βανέσα πως ζαχαρώνει το μπουφετζή! Α, τη σκαμπογαμιόλα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified