Συνήθως χρησιμοπείται σε αόριστο χρόνο, και σημαίνει έχω χορτάσει από φαγητό, δε πεινάω άλλο, ντερλίκωσα.
Αντώνυμο: ξεπυτάω
Συνήθως χρησιμοπείται σε αόριστο χρόνο, και σημαίνει έχω χορτάσει από φαγητό, δε πεινάω άλλο, ντερλίκωσα.
Αντώνυμο: ξεπυτάω
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πελοποννησιακός ιδιωματισμός.
Το τσιφί είναι ο (συνήθως μεταλλικός) μηχανισμός των πορτών που επέτρεπε να κλείνουμε / ανοίγουμε τη πόρτα. Αν θέλαμε να ανοίξουμε τη πόρτα σηκώναμε το τσιφί, ενώ για την κλείσουμε-κλειδώσουμε κατεβάζαμε το τσιφί. Λόγω της ασφάλειας που (δεν) παρέχει, στις μέρες μας χρησιμοποιείται μόνο σε πόρτες αγροτόσπιτων, σε μαντριά και στάνες.
Παππούς και εγγονός στο χωράφι του παππού:
- Πώς ανοίγει αυτή η πόρτα ρε παππούλη;
- Α ρε φλώμε. Τι ψάχνεις για κλειδιά και κλειδαριές; Δεν το βλέπεις το τσιφί; Το σηκώνεις και ανοίγει η πόρτα.
Mεταφορική έννοια:
- Τι διάολο, γιατί δε μπαίνεις gtalk τελευταία να κάνουμε κανά chat;;
- Άστα ρε ξάδερφε, ο proxy της εταιρίας μου έχει κλείσει το τσιφί στη πόρτα του gtalk.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η Λάππα Αχαΐας, χωριό του δήμου Λαρισσού στον Ν. Αχαΐας.
Ο επισμηναγός κάνει επιθεώρηση των νεοσύλλεκτων στο στρατόπεδο της Ανδραβίδας:
- Από πού είσαι 'συ παιδί μου;
- Από το L.A. κύριε επισμηναγέ.
- Ωωω, μας ήρθες από το Los Angeles παιδί μου να υπηρετήσεις τη θητεία σου;
- Οχι κύριε επισμηναγέ. Από τη Λάππα Αχαϊας ήρθα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στα μεσσηνιακά ως μπιντόνα (θηλυκό) εννοούμε τον ντενεκέ, το δοχείο στο οποίο αποθηκεύουμε προϊόντα όπως λάδι, ελιές κ.α. Επίσης παλιές μπιντόνες χρησιμοποιούνται ενίοτε από οικοδόμους για μεταφορά λάσπης, νερού και για άλλες χαμαλοδουλειές.
Μεταφορικά, μπιντόνας (αρσενικό) χαρακτηρίζεται ο χαζός, ο βλάκας.
- Ο μπαρμπακώστας από τα Φουρτζοκρέμμυδα θέλει να στείλει 20 μπιντόνες λάδι για τα παιδιά του στην Αθήνα. Πόσα να του πάρω;
- Είναι καλός άνθρωπος ο μπαρμπακωστας, πάρτου ενα 50αρι κει χάμου μωρέ, καλά είναι.
- Γαβρίλο, πήγαινε μεχρι την πομόνα, πρόσεξε το λουρί που γυρνάει, πίσω από την πόρτα, κοίτα πρώτα μην έχει λουμώξει κανα φίδι, έχω δυο μπιντόνες. Φέρτες να τις γεμίσουμε νερό, να πάμε να ποτίσουμε τις κολοκυθιές, γιατί θα ξεραθούν οι κακομοίρες.
Ρε τι μπιντόνας είναι αυτός; ΕναΝ καφέ σου ειπαμε να φτιάξεις, και τον έκανες νερόπλυμα κι αυτόν. Σάμπως δε κάνεις για τίποτα μου φαίνεται.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μεσσηνιακό ιδίωμα. Το λέμε όταν ταρακουνάμε κάποιον πολύ δυνατά.
Η λέξη προέρχεται από την χαρακτηριστική κίνηση που κάνει η αλεπού προσπαθώντας να σκοτώσει το θήραμά της (πχ κότα). Την πιάνει και αρχίζει να την ταρακουνάει δεξιά και αριστερά με πολύ δύναμη επιφέροντάς της το τελειωτικό χτύπημα.
Στο χωράφι ο μπαμπάς με το γιο του και το σκύλο τους τον Σήφη έχουν πάει να ποτήσουν τα ξινόδεντρα γιατί τα ποντίκια τρώνε τις ρίζες. Καθώς ποτίζουν πετάγεται από το νερό ένας καρλαφτάκος (είδος ποντικιού), οπότε ο Σήφης τρέχει και τον βγάζει από το νερό
- Χαχαχαχα, κοίτα μπαμπά ο Σήφης έπιασε το ποντίκι!
- Ναι, ναι, κοίτα τον πως το αλουποτινάζει ε, ωραιος ο Σήφης, κοίτα το σκότωσε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πελοποννησιακό ιδίωμα που χρησιμοποιείται όταν ένα αντικείμενο βρίσκεται σε απόκρημνο / δυσπρόσιτο σημείο, συνήθως σε μεγάλο ύψος, και είναι αδύνατη η πρόσβασή μας σε αυτό.
Προέρχεται από την λέξη σκάλα, το οποίο φανερώνει και το μεγάλο ύψος.
Ποδόσφαιρο στην αλάνα στο χωριό:
- Ρε μαλάκα, μη κάνεις μεγάλα βολέ, θα την σκαλιάσεις την μπάλα στης θεια Γιαννούλας την σκεπή.
- ...
- Οοοοοοοοοχι, σκάλιασε, και στο 'πα ρε. Αντε κανε τον καουμπόι τώρα να την κατεβάσεις. Αμα σπάσουν τα κεραμίδια θα σε κυνηγάει η θειά
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πελοποννησιακο ιδιωμα (προς καλαματα μεριά) που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το πολύ λιωμένο φαγητό. Ετυμολογικά άγνωστης προέλευσης, ωστόσο δυο πιθανές εκδοχές είναι
Μεταφορικά χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που κάποιος υπεραναλύει ένα θέμα ή μια διαδικασία / ακολουθία βημάτων
- Ασε φίλε, πάλι πιτόγυρα έφαγα σήμερα.
- Δεν έλεγες θα άρχιζες διατροφή σήμερα? Εσπασες τελικά?
- Οχι ακριβώς, έβαλα να βράσω κάτι αγρια χόρτα του βουνού, αλλά αποκοιμήθηκα και έβραζαν μια ώρα και γίνανε λιαλιά τελικά, δε τρωγόντανε τα ρημαδιακά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified