Ο ομοφυλόφιλος.

- Πώς σου φαίνεται ο νέος συνάδελφος:
- Για πισωκούντη τον κάνω. Λες να είναι «του συλλόγου»;

Βλ. και πισωγλέντης. Αντ. πισωκέντης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοσούλουπος, χτικιάρης.

Από το τραπουλόχαρτο.

- Πώς είσαι έτσι ρε! Σαν δύο καρώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοσούλουπος, αδύνατος, κιτρινιάρης.

Χτικιό = η φυματίωση.

Σ' έψαχνε ένας ψηλός, αδύνατος, χτικιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγανακτώ, με έχουν πρήξει.

- Κάθησε να διαβάσεις, παιδί μου. Χτίκιασα να το λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πονηρός, που θολώνει τα νερά.

Από το ασπόνδυλο είδος «Σηπία η μελανηφόρος».

- Έλα 'δώ εσύ, πονηρή σουπιά! Τι μας λές ότι κοιμήθηκες νωρίς χθές, αφού σε είδε κάποιος την νύχτα σε κακόφημο μπάρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή σκέτο "σακούλααααα!"

Ισοδύναμο της έκφρασης: θα ξεράσω. Λέγεται όταν ακούμε κάτι που μας χαλάει, όπως π.χ. ένα κρύο ανέκδοτο.

Κάνοντας ζάπινγκ πέφτετε σε «κοινωνική εκπομπή» της μεσημεριανής ζώνης. Πατώντας το κουμπί για να αλλάξετε κανάλι το γρηγορώτερο, λέτε: «Θα ξεράσω!» ή «σακούλα καμαρώτε!» ή σκέτο «σακούλαααα!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γεροδεμένη, μεγαλόσωμη γυναίκα, νταρντάνα. Συνώνυμο: αλόγα.

  2. Υποτιμητικός όρος για γυναίκα με κακό χαρακτήρα. Συνώνυμο: γαϊδούρα.

  1. Κοίτα αυτήν τη φοράδα, σαν τον μασίστα είναι!

  2. Την παρακάλεσα αλλά δεν με εξυπηρέτησε, η φοράδα! (για λεπτοκαμωμένη γυναίκα δεν ταιριάζει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Ατομο χωρίς κοινωνική ή οικονομική επιφάνεια (απο το 'Αρρωστος, 'Αστεγος, 'Αφραγκος και λοιπά Άλφα).

- Πώς πήγε η εφημερία χθες;
- Γέμισε το νοσοκομείο με 3Α...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά του Εκ Λόγων Παρατεταμένης Αγαμίας. Αναφέρεται σε ιδιότροπη ή νευρωσική συμπεριφορά ατόμων με σεξουαλική αποστέρηση (γεροντοκόρες, άγαμοι κληρικοί κλπ).

- Τα νεύρα σου έχεις σήμερα πάτερ μου.
- Τι να κάνω κι εγώ. Ε.Λ.Π.Α. βλέπεις! (αυτοσαρκασμός!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαζός, συνώνυμο του βλήμα. Είναι σχετικά ήπιος χαρακτηρισμός (μπορεί να λεχθεί και με τρυφερότητα!).

Καλά, είσαι βλίτο;

Γράφεται και βλήτο, παρετυμολογούμενο από το βλήμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified