Αυγομελετης ειναι αυτος που του αρεσει να σφιγγει τα αρχιδια του ενω την παιζει και αρα καταληγει να τα κανει ομελετα εσωτερικα.

Παράδειγμα εδώ ο Γιαννης ειναι αυγομελετης ρε τα εχει σφιξει τοσο πολυ που εχει ευνουχιστει.

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορικα τα τσιγάρα, κυριολεκτικά,τα πουρακια Παπαδόπουλου

Πάω έξω για Caprice

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτος που σπρώχνει ναρκωτικα,ο ντιλερ

Την εχουν δει μπαριγκες οι dealer του ταλιρου

Got a better definition? Add it!

Published

ο μπαφος,το χορτο στα ρωσικα

-Κώτσο θα παμε για κασιακ αυριο ρε μαλακα?

-Δεν μπορω ρε,εχω κανονισει

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα εδώ

Η σαχλαμάρα,το άνωριμο και κακόγουστο αστειο

-Νιαου νιαου ειμαι μια γατουλα

-Ρε Γιωργο!σταματα τις χατσαριλιες σου

Got a better definition? Add it!

Published

Υψηλή χαητζικαρία "βαρά" κάποιος όταν τον έχει πιάσει κάτι και λέει βλακείες και κάνει χαζά πράγματα. Πολλές φορές για την υψηλή χαητζικαρία ευθύνεται η κατανάλωση αλκοόλ.

-Θέλω να σοβατίσω τα δόντια μου, χαχαχα
-Ααα καλά, αυτός έχει βαρέσει χαητζικαρία 100.

Got a better definition? Add it!

Published

Το σημείο όπου το δέρμα που εστιάζει και προφυλάσσει τους γενετήσιους αδένες ενώνεται.

- Τί τουρκόφατσα είναι αυτή ρε; Αν δε τρώει η κόρη σου το φαΐ δείξε της τον Μήτρογλου.

- θα δείξουμε τη δική σου, μιγάς δεν είσαι;

- Φίλα μου την αρχιδοραφή ρε πισωκώλη που θα με πεις μιγά!

λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published

Από το 'ούτε καν'. Παίζει τελευταία σε ηλικίες 13-17 με σκοπό την επιβεβαίωση της μαγκιάς αυτού-ης που το λέει.

Παράδειγμα εδώ

Γιώργος:πάμε να πάρουμε κάρτα να ανεβάσουμε λαικ; Τίνα: τεκάν...

Got a better definition? Add it!

Published

Το "μανούρεμα" είναι η φυσική κατάσταση κατά την οποία ο μανουρευτής(Φυσικό Πρόσωπο), καθυστερεί ή αργεί ή έχει στήσει τον μανουρεμένο(Φυσικό Πρόσωπο).

-Άντε ρε μαλακα, που είναι ο μαν ακόμα να 'ρθει;
- Με μανουρεύει ρε φίλε, γάμησε τα.

Συνήθως, η λέξη μανούρεμα, συνοδεύεται από το ουσιαστικό χαρακτηριστικό καΐλας, όπου ο μανουρεμένος χαρακτηρίζει έτσι τον μανουρευτή. Έτσι, ο μανουρευτής και το μανούρεμα αποκτούν πολλές φορές συνώνυμη έννοια με τις λέξεις καΐλας και καΐλεμα, αντίστοιχα.

-Ακόμα να έρθει ο καΐλας;
- Γάμησε τα ρε φίλε, με καϊλεύει, γάμα τα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μονολεκτική εκδοχή της φράσης «ψήσου για τίτσου». Γιατί όταν σε έχει πιάσει η γκάβλα να παίξεις, δε μπορείς να λες πολλές κουβέντες. Απαντάται και ως ψήτσου. Φυσικά δεν υπάρχει β' πληθυντικό στην έκφραση, γιατί πάντα ένας είναι ο ξενέρωτος που δεν ψήνεται να παίξει.

Έλα ρε, έχω φέρει τράπουλα. Μη μας το χαλάσεις πάλι. Ψίτσου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified