Κωλυσιεργώ + αργώ. Χρησιμοποιείται αστεία ως παράφραση του κωλυσιεργώ. Παρεμβάλλω σκόπιμα εμπόδια για προσωπικό
όφελος και ταυτόχρονα καθυστερώ τη διεξαγωγή εργασιών ή διαδικασιών.

- Γιάννη μην κωλυσιαργείς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ξεπέτα, δηλαδή την σεξουαλική πράξη που κρατά πολύ λίγο σε διάρκεια ή περιορίζεται χρονικά σε μία νύχτα, χωρίς συναισθηματικές δεσμεύσεις.

Έχεις κάνει ποτέ εσύ one night;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρε!

Χρησιμοποιείται όταν δίνουμε ή προσφέρουμε κάτι σε κάποιον.

Συνήθως σε μικροαντικείμενα, χαρτιά κλπ.

- Ρε συ έχεις κανένα στυλό;
- Ναι ρε όσα θες... να δες εδώ... τσίμπα ένα!

- Να πάρω άλλο ένα φύλλο χαρτί;
- Να έχει εδώ... τσίμπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του «Απο φωνή ... φωνάρα».

Επίσης:

Από φωνή... κουκλάρα!
Από φωνή... κορμάρα!

Χρησιμοποιείται για όλες τις τραγουδίστριες που είναι ή θέλουν να γίνουν διάσημες και δεν έχουν ιδιαίτερη φωνή, αλλά αντίστοιχα έχουν τέλειο κορμί. Γενικά για όλες εκείνες που κανείς προσέχει το κορμί περισσότερο από τη φωνή τους.

- Καλά την βλέπεις αυτή... είναι που λέμε... και από φωνή... μουνάρα! χαχα

(από joe909, 08/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλακοπίτουρας.

Χρησιμοποιείται ως συνοδευτικό κύριων ονομάτων.

- Είπα και στον άλλον το Γιώργο... τον μαλακοπιτουρίδη... αλλά πού αυτός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την γαμήσαμε + την κάτσαμε τη βάρκα.

Δηλώνει ύψιστη αποτυχία και καταστροφή που έχει προκληθεί όταν κάτι δεν πάει καλά ή κάποιο σχέδιο δεν πραγματοποιείται και έχει δυσάρεστες συνέπειες.

  1. Αν δε μας κάτσει έτσι όπως σου λέω, πάει... Τη γαμήσαμε τη βάρκα..!

  2. Είχαν ξεκινήσει όλα ωραία και καλά... Μετά άρχισαν οι τσακωμοί, οι παρεξηγήσεις... Ε στο τέλος πάει, τη γαμήσαμε τη βάρκα!

Την γαμήσαμε με το όνομα που της δώσαμε. (από Galadriel, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ξεφεύγω απο την οικογενειακή στέγη.
  2. Παύω να είμαι παρθένος/-α.

- Είναι μικρός ακόμα αυτός... Δεν έχει απογαλακτιστεί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που είναι ξέκωλο και ταυτόχρονα γκόμενα.

Αυτό το μέρος όλο κάτι ξεκωλόμουνα μαζεύει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε σαν δουλειά ή διαδικασία μας φορτώνει το χρόνο και μας αγγαρεύει.

  1. - Πάρε άλλες 5 ασκήσεις... Έτσι για βαρύ!

  2. - Νίκο τράβα να φέρεις τα πράγματα... Έτσι για βαρύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση γνωστού ή φίλου αντί του μαλάκα που είναι πιο βαρύ.

  1. Ρε μαλακιστήρι έλα δώ!

  2. Πού ήσουν ρε μαλακιστήρι τόσην ώρα;

  3. Να σου πω ρε μαλακιστήρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified