1. Κάνω τη χάρη σε κάποιον.
  2. Κάνω αντί για άλλον κάποια πράξη.

- Άντε ρε Νίκο... κάνε την καλή αν μπορείς και πήγαινε να φέρεις λίγο νερό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Της πουτάνας το κάγκελο!

Τάδε έφη, Κωνσταντίνος Καντακουζηνός από το σήριαλ «Κωνσταντίνου και Ελένης».

- Δηλαδή... έγινε της εκδιδομένης επί χρήμασι το σιδηρούν κιγκλίδωμα;
- Τι είναι αυτό πάλι;
- Της πουτάνας το κάγκελο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι υπεύθυνος για check στις παραγγελίες στο ταμείο ή στο bar.

Συναντάται σε μεγάλα cafe - bar - club ή νυχτερινά κέντρα.

- Τρέχα να πεις στον τσεκαδόρο οτι έγινε λάθος στην παραγγελία και θα γίνει αλλαγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που έχει προσληφθεί απο νυχτερινό κέντρο για να θεωρείται ως (περιστασιακά) υπέυθυνο. Σε περίπτωση ελέγχου απο την αστυνομία, πάει στο αυτόφωρο.

- Και αν έρθει η αστυνομία τι γίνεται;
- Κάθε μαγαζί έχει και τον αυτοφωράκια του... Μην ανησυχείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κρεβάτι στον οίκο ανοχής.

- Καθάρισε μωρή την μπουρδελιάστρα σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαγητό που αηδιάζει και μόνο σαν σκέψη.

- Τι έχει για φαγητό; Ελπίζω να μην έφτιαξε πάλι καμιά κωλοτρυπιδόσουπα..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν βαριέμαι υπερβολικά σαν τα σκυλιά.

- Καλά εσύ δεν κάνεις όλη μέρα και τίποτα... κάθεσαι και τεμπελοσκυλάς!

Got a better definition? Add it!

Published

Γαμάω ή γαμιέμαι σαν τα ζώα - σκυλιά.

Αναφέρεται σε έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, πολλές φορές με αρνητικό - περιπαιχτικό ύφος.

Επίσης και: σκυλογαμάω - σκυλογαμιέμαι.

1
- Αυτή μόνο να σκυλοπηδιέται ξέρει.

2
- Στην προηγούμενη σχέση που είχα... δεν κάναμε και τίποτε άλλο. Σκυλοπηδιόμασταν όλη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολική καύλα που αρνείται να υποχωρήσει... (ακόμα και όταν προσπαθείς να κατουρήσεις )

Χρησιμοποιείται αστεία ως χαρακτηρισμός προσώπων που προκαλούν έντονη σεξουαλική όρεξη.

Καλά γνώρισα μια γκόμενα χθες... Τι καύλα ήταν αυτή!
Κατουρόκαυλα!... τι να σου λέω..

(από Khan, 09/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση που όλοι περνούν καλά και συνδυάζει την διασκέδαση με αστεία ή ευχάριστα περιστατικά.

1 - Πώς περάσατε χθες στο club;
- Καλά τι να σου λέω... Ήταν όλη η παρέα... Ήπιαμε, χορέψαμε, έγινε έτσι ένας τζέρτζελος ρε παιδί μου!

  1. - Πόσα άτομα έχεις καλέσει στο πάρτι;
    - Θέλω να είναι αρκετοί... να γίνει και λίγο τζέρτζελος...

Πολυτονιστής επιγραφέας. (από Khan, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified