- Ρε είδα στην τηλεόραση τον κιθαρίστα της Βίσση να παίζει σόλο αυτοσχεδιασμό και ο τύπος έπαιζε παπάδες!
- Ε, δεν το ήξερες ότι οι περισσότεροι στα σκυλάδικα είναι παιχταράδες; Απλώς μπλέκουν τα σκυλιά με τους ροκάδες γιατί αλλιώς θα τρώγανε παπάδες, που λέει και ο Γιοκαρίνης...
Λιώνω στα ξύδια, με το σκεπτικό ότι έχω μεθύσει τόσο πολύ που κάνω έκτροπα, εξ ου και το ξεβράκωμα...
- Άσε, πήγαμε χθες σε ένα τσιπουράδικο με κάτι γκομενίτσες και γίναμε λιώμα...
- Ήπιαν και οι γκόμενες ή μαλακίες;
- Αφού ξεβρακωθήκαμε σου λέω όλοι...
- Θυμάσαι τότε που ακούγαμε Metallica και Helloween στο παλιό σου σπίτι και είχαμε λιώσει στο ουίσκι;
- Πώς να μην το θυμάμαι ρε μαλάκα, αφού ξέρναγες πάνω στα μάτια της κουζίνας που τα είχες περάσει για τον νεροχύτη!
- Ε αφού ρε παπάρα εσύ είχες πάρει τη χέστρα αγκαλιά πήγα κι εγώ στην κουζίνα, αλλά μπερδεύτηκα...
- Τι εμετοχυσία ήταν αυτή ρε πούστη μου... Αυτά ήταν χρόνια, όχι όπως τώρα που δουλεύουμε σαν μαλάκες!
Κλασική έκφραση που σημαίνει ότι κάποιος πρέπει όχι μόνο να θέλει και να ζητάει κάτι, αλλά και να το αξίζει. Βεβαίως η κατάρτιση κριτηρίων αξιολόγησης της επιδεξιότητας των κώλων παραμένει ως σήμερα άλυτο πρόβλημα...
- Τι ήθελα και τη δεχόμουν αυτή τη δουλειά; Δεν μπορώ να βγάλω άκρη και η προθεσμία τελειώνει... Όχι τίποτε άλλο δηλαδή, αλλά ο τύπος προσφέρει τρελά λεφτά κι εγώ θα τα χάσω...
- Τι να κάνουμε Νικολάκη, τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους!
Λέγεται για να σχολιάσει μια δύσκολη κατάσταση. Πολλές φορές χρησιμοποιείται μόνο του για να σχολιάσει τα προλεγόμενα, οπότε είναι συνώνυμο με το κρίμα...
Έχει διάφορες αρνητικές σημασίες όπως: είμαι κουρασμένος, βρίσκομαι σε χαώδη κατάσταση, είμαι λιώμα, είμαι κομμάτια, δεν την παλεύω.
- Από τις έξι το πρωί είμαι στο πόδι κι έχω βαρέσει διάλυση...
- Πήγα προχθές στο σπίτι του Τάσου και μιλάμε ήταν σαν βομβαρδισμένο! Μέχρι και τα άδεια κουτάκια μπύρας που πίναμε πριν ένα μήνα βρήκα!
- Έχει βαρέσει διάλυση ο τύπος, έτσι;
- Έλα, πάμε για ένα ποτάκι ακόμα!
- Άσε με ρε μαλάκα, από το πρωί πίνουμε, έχω βαρέσει διάλυση! Πάω σπίτι να πιω το γαλατάκι μου και να την πέσω για ύπνο...
Κυριολεκτικά σημαίνει ότι θέλω απεγνωσμένα να πάω στην τουαλέτα και να κάνω το χοντρό μου. Μεταφορικά σημαίνει ότι έχω ανησυχία, ανυπομονησία, βιασύνη, αγωνία για κάτι.
- Ωχ μαλάκα μ' έχει πιάσει κόψιμο και δεν κρατιέμαι! Σταμάτα όπου βρεις να πάω στα χωράφια και να ρίξω ένα ποιμενικό!
- Με ρώταγε ο Τάσος πότε θα συναντηθούμε, να του δείξεις και πώς δουλεύει το Cubase...
- Μπα, τι λες, τόσα χρόνια μας γράφει και τώρα που έχει ανάγκη τον έπιασε κόψιμο να μας δει;
Δέχομαι τις αρνητικές συνέπειες (κούραση, απογοήτευση κτλ.) μιας κατάστασης.
Δεν ξαναγίνομαι administrator, να τρώω όλο το σκατό.
(από το τραγουδάκι «Δεν ξαναγίνομαι administrator» του Anomaloss, που κυκλοφορεί στο ίντερνετ)
- Τέλος οι μαλακίες... Τόσα χρόνια έφαγα το σκατό, αλλά επιτέλους έγινα φιλόλογος!
- Μπράβο μαλάκα, θα χεστείς στο τάλιρο τώρα...
(από εδώ)
«Μπούχτισα στη μιζέρια και τη γκρίνια εδώ πέρα. Βαρέθηκα να κάνω το μαλάκα, να διοχετεύω την ενέργεια μου σε άκυρες φαντασιώσεις και να τρώω καθημερινά όλο αυτό το σκατό στη μάπα. Να πρέπει να γλείψω, να τσακωθώ, να λαδώσω και να μαχαιρώσω πισώπλατα για να κάνω τη δουλειά μου με άθλιες προϋποθέσεις και εξευτελιστικές αμοιβές.»
Γεμίζω λεφτά. Παλιά έκφραση, από τότε που τα τάλιρα (δηλαδή τα πεντοχίλιαρα) όχι μόνο δεν είχαν αντικατασταθεί από τα ευρώ, αλλά είχαν και κάποια αξία. Πολλές φορές χρησιμοποιείται και ειρωνικά.
Ρε παράτα τη σχολή κι έλα ν' ανοίξουμε κανένα σουβλατζίδικο να χεστούμε στο τάλιρο!
- Πλήρωσε ρε τσιφούταρε, τόσα λεφτά έχεις!
- Ναι, τι να σου πω, χεσμένος είμαι στο τάλιρο!