Αυτός που κοιτάει μόνο την πάρτη του. Φροντίζει για το βόλεμά του και συμπεριφέρεται καιροσκοπικά και ωφελιμιστικά. Χρησιμοποιείται και με πιο ήπια σημασία για να καταδείξει ανάλογες περιστασιακές συμπεριφορές.
Αυτός που κοιτάει μόνο την πάρτη του. Φροντίζει για το βόλεμά του και συμπεριφέρεται καιροσκοπικά και ωφελιμιστικά. Χρησιμοποιείται και με πιο ήπια σημασία για να καταδείξει ανάλογες περιστασιακές συμπεριφορές.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα αλκοολούχα ποτά. Ίσως ξεκίνησε από τα κακής ποιότητας ποτά (το χαλασμένο κρασί γίνεται ξίδι), αλλά πλέον σημαίνει τα ποτά γενικά.
Χθες ήρθε ο Βαγγέλης σπίτι και λιώσαμε στα ξίδια!
Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το πεϊνιρλί, εξαιτίας του σχήματός του.
- Πάμε να φάμε καμιά παντόφλα μπας και συνέλθουμε απ' τα ξύδια...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σχηματίζεται κατά το στα τσακίδια, του οποίου είναι και συνώνυμο.
- Ουφ, έφυγε επιτέλους αυτός ο ψωλοβρόντης! - Στα γαμήδια!
- Ρε άντε στα γαμήδια από δω!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γίνομαι πολύ ενοχλητικός σε κάποιον. Συναφεις εκφράσεις είναι οι πρήζω τ'αρχίδια και σκοτίζω τ'αρχίδια κάποιου.
Στον διαδικτυακό λόγο γράφεται κομψότερα ως ζαλίζω τ'@@ κάποιου.
- Κάθε λίγο και λιγάκι με παίρνει τηλέφωνο ο Τάσος και μου ζαλίζει τ'αρχίδια!
- Ante re mlks kante me officer
- Mas zalises t'@@!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οτιδήποτε στην κατοχή ενός άνδρα τραβάει την προσοχή στις γυναίκες και τις κάνει περισσότερο προσβάσιμες σεξουαλικά. Συνήθως λέγεται για αμάξια, κότερα και συναφή πνευματικά αγαθά...
Συνώνυμο: μουνοπαγίδα
- Ωπ, νάτος και ο Χρήστος με την καινούρια του Ferrari... - Κοίτα πώς έχουνε κολλήσει όλα τα πιπινάκια... Πολύ γκομενοπαγίδα αυτό το αμάξι ρε πούστη μου!
Got a better definition? Add it!
Published
Οτιδήποτε ανδρικό τραβάει την προσοχή των γυναικών και τις κάνει προθυμότερες για σεξ. Συνώνυμο της γκομενοπαγίδα.
- Ε, όπως και να το κάνουμε, το συγκρότημα είναι μουνοπαγίδα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο φλώρος ή λάκης ή λαλάκης ή φιρφιρής ή τσιχλιμπίχλης.
Τι φλωριές είναι αυτες που ακούς πάλι ρε παλιοχλεχλέ;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συναντάται και ως φιρφιρίκος. Είναι ο φλώρος ή λάκηςή λαλάκης ή χλεχλές ή τσιχλιμπίχλης.
- Κοίτα γκόμενα που κυκλοφορεί ο φιρφιρής!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified