Έκφραση του Στάθη Ψάλτη σε ξυσαρχίδα δημόσιο υπάλληλο, από τη θρυλική 80s ταινία «Καμικάζι αγάπη μου» (αυτή που έχει μέσα και το θεϊκό τραγουδάκι «Άντε σπάσε ρε μαλάκα»).

Τη χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε πως κάποιος τα ξύνει, δηλαδή αντί να δουλεύει κάθεται όλη την ώρα, τόσο πολύ που ο κώλος του πια κουράζεται και βγάζει ρόζους!

- Πω ρε φίλε, πολλή κούραση στη δουλειά, δεν την παλεύω...
- Ναι, αφού από την πολλή δουλειά, ο κώλος σου έχει βγάλει ρόζους! Με δουλεύεις ρε μαλάκα;

(από Cunning Linguist, 13/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος τρόπος για να πει κανείς πάρε τον πούλο, με το τσάκα να βγαίνει από το τσάκωσε (=πάρε) και την τσαπού να είναι τα ποδανά για το τρίτο το μακρύτερο. Σημαίνει πάρ' τ' αρχίδια μου, αλλά και επιθετικότερα άντε γαμήσου ή σπάσε.

Πολλές φορές χρησιμοποιείται και σαν σύνθημα: τσάκα την τσαπού, ολέ ολέ!

  1. - Άντε, θα παίξεις τάβλι; Μια ώρα κάνεις να ρίξεις!
    - Εξάρες, κέρδισα! Τσάκα την τσαπού!
    - Φτού!...

  2. (Ζευγάρι φλώρου-υπεργκόμενας περνάει, κάποιος κοιτάζει τα μπούτια της γκόμενας και ο φλώρος ζητάει τα ρέστα)
    - Τι κοιτάς ρε, θέλεις τίποτα;
    - Τσάκα την τσαπού φιλαράκι γιατί θα βρέξει σφαλιάρες!

(από notheitis, 15/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Αποστομωτική έκφραση ανδρών των οποίων τα μαλλιά αρχίζουν ν' ασπρίζουν ή έχουν ασπρίσει ήδη, όταν οι νεότεροι πάνε να αμφισβητήσουν την σεξουαλική τους δεινότητα λόγω της ηλικίας τους. Σε περίπτωση που κάποιος δεχτεί επίθεση με την έκφραση άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα στην ψωλή, αυτή είναι η κατάλληλη αντί-έκφραση.

Παραλλαγή: μαλλί σαν χιόνι, ψωλή κανόνι.

  1. - Χάχααα! Τι είναι αυτά στο κεφάλι σου Κωστάκη; Άσπρες τρίχες; Άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα στην ψωλή!
    - Μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι μικρέ! Άντε να ρουφήξεις το αυγουλάκι σου, καυλοπιτσιρικά!

  2. - Είδες κάτι πιπινάκια που κυκλοφορούν ρε φίλε; Α ρε και νά 'μασταν νέοι...
    - Τι λες ρε, μαλλί σαν χιόνι, ψωλή κανόνι... Αυτά άμα δούνε την πούτσα μου θα βάλουνε τα κλάματα!

(από thanos87aris, 16/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που λέει μπούρδες με τέτοια δεινότητα και ευφράδεια, ώστε να το έχει αναγάγει όχι μόνο σε επιστήμη, αλλά πολλές φορές και σε επάγγελμα.

Το άτομο αυτό λοιπόν παύει να λέει μπούρδες και λέει πλέον μπουρδολογίες, δηλαδή μπούρδες που λέγονται με ψευδοεπιστημονικό τρόπο.

  1. - Πώω, μισή ώρα με ζάλιζε ο Θανάσης με τις βλακείες του!
    - Ατύχησες φίλε, έπεσες σε μπουρδολόγο από τους λίγους... Την επόμενη φορά να κάνεις ότι χτυπάει το κινητό σου και να φεύγεις!

  2. - Κλείσε ρε μάνα την τηλεόραση! Τόσες μπουρδολογίες πια δεν αντέχονται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει αναγάγει την μαλακία σε τέχνη και επιδίδεται σε αυτήν με ξεχωριστή μαεστρία.

Στη μουσική: ο αποτυχημένος σολίστ. Αυτός που θα γινόταν μουσικός της προκοπής μόνο αν ήταν το πουλί βιολί.

  1. Ο Τάσος είναι κορυφαίος ψωλίστ! Από το βράδυ ως το πρωί τραβάει κουπί, θα πάθει τίποτα στο τέλος...

  2. - Τι μου είπε αυτός ρε συ; Είναι σολίστ στη Λυρική Σκηνή;
    - Τι σολίστ ρε, ψωλίστ είναι! Τον παίρνουνε καμιά φορά έκτακτο στη χορωδία και πουλάει ιστορία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουλί, ως γνωστόν, όλοι το παίζουνε (εξαιρούνται οι υπερβολικά θρησκευόμενοι, που καλά θα έκαναν να ρίχνουν και καμία που και που)... Το βιολί πάλι ανήκει στα πιο δύσκολα μουσικά όργανα και απαιτεί να του αφιερώσει κανείς μια ολόκληρη ζωή.

Έχουμε λοιπόν εδώ μια υπόθεση: αν αφιέρωνε ο κόσμος στο βιολί όλη την ώρα και την προσπάθεια που αφιερώνει στο πουλί του (και στο σεξ γενικότερα), θα ήμασταν όοολοι μα όλοι σολίστ και όχι ψωλίστ όπως είμαστε τώρα!

Το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε πως κάποιος είναι τρόμπας (στην περίπτωση αυτή αποσιωπάται το δεύτερο σκέλος της έκφρασης). Επίσης λέγεται όταν κάποιος είναι ανίδεος σχετικά με κάτι, αλλά πολύ θα ήθελε να ξέρει και γι' αυτό το παίζει έμπειρος (βλ. καλαμπόρτζης). Όπως είναι φυσικό, χρησιμοποιείται πολύ στους μουσικούς κύκλους.

Υπάρχει και ταινία με τον Σωτήρη Μουστάκα, ο οποίος όμως κάνει την αντίθετη υπόθεση: «Αν ήταν το βιολί πουλί», 1984.

  1. - Το βλέπεις το καινούριο αμάξι που πήρα; 28.000 ευρώ φίλε!
    - Πού τα βρήκες τόσα λεφτά ρε;
    - Ε, πούλησα το παλιό, έβαλα και δάνειο για πέντε χρόνια...
    - Καλά, αν ήταν το πουλί βιολί... Γιατί δεν κάθεσαι στ' αυγά σου και κάνεις συνέχεια μαλακίες;;

  2. - Κοίτα ρε ποζεριά! Ο τύπος ούτε ένα σόλο της πούτσας δεν ξέρει να παίξει και νομίζει ότι είναι ο γαμιάς της γειτονιάς!
    - Ε βέβαια, αν ήταν το πουλί βιολί, όλοι θά 'ταν μουσικοί!

Σκηνές από το έργο με τον Σωτήρη Μουστάκα. (από Cunning Linguist, 04/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν τα πράγματα είναι γάμησέ τα, τρώει κανείς το ένα πακέτο μετά το άλλο κι αισθάνεται ο καημένος ότι βρέχει ψωλές κι έχει ξεχάσει την ομπρέλα σπίτι... Επίσης λέγεται όταν κανείς παθαίνει γερό κάζο.

  1. - Τι έγινε ρε παιδιά, αυτή την εβδομάδα πέντε διαγωνίσματα απροειδοποίητα μας βάλανε!
    - Βρέχει ψωλές φίλε...

  2. - Εσύ, ο καινούριος! Πάλι άργησες; Για έλα στο γραφείο μου...
    - (Ωχ, θα βρέξει ψωλές...) Μάλιστα κύριε διευθυντά!

Got a better definition? Add it!

Published

Το πάθημα, το χουνέρι, η ήττα, η νίλα, η κασκαρίκα.

- Τρελό κάζο έπαθα χθες... Με είχε πιάσει κόψιμο, και πάνω που φτάνω σπίτι τρέχοντας και πάω να βγάλω τα κλειδιά, δεν τα έβρισκα πουθενά!
- Πω ρε φίλε, γάμησέ τα! Και πώς την πάλεψες;
- Μην τα ρωτάς...

Δες και κάζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η οδηγός που γουστάρει (καυλό-) να γκαζώνει (-γκαζο) πολύ και να τρέχει με το αμάξι. Έχουμε σχήμα συνεκδοχής, δηλαδή χρησιμοποιείται το γκάζι για να δηλώσει τον οδηγό (όπως όταν λέμε π.χ. γερό τιμόνι).

- Καυλόγκαζο είσαι Δημητρούλα ε; Το τρέχεις το αμάξι βλέπω!
- Ε, άμα είμαι στην εθνική του δίνω να καταλάβει!

Ο κ. Καυλόγκαζος μετά της συζύγου, σε χαλαρωτική και ρομαντική τσάρκα με το παϊτόνι. (από patsis, 29/06/09)

Βλέπε και ο φονέας των δρόμων, καυλοτίμονος, γκαζοφονιάς, χάρος. Ο όρος επίσης αναφέρεται και στο όχημα, εκτός από τον οδηγό, π.χ.: καυλόγκαζο μηχανάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που εμφανίστηκε μαζί με τους αγώνες του 2004, ενάντια στη διαφημιστική εκστρατεία και το κίνημα του εθελοντισμού. Κάποια ρεμάλια/αναρχικά στοιχεία αποφάσισαν πως δεν ήθελαν να προσφέρουν αφιλοκερδώς, ώστε οι καημένοι οι επιχειρηματίες να ελαχιστοποιήσουν τις δαπάνες και να αυξήσουν το κεφάλαιό τους. Αντιθέτως έκραζαν όχι μόνο το κίνημα του εθελοντισμού, αλλά και τον ίδιο τον ιερό (αν και ντοπαρισμένο) θεσμό των Ολυμπιακών Αγώνων... Τι να πει κανείς...

Το κίνημα αυτό των δεθελοντών ονομάστηκε βέβαια δεθελοντισμός, και εκδόθηκε και το σχετικό του μανιφέστο.

- Εγώ φίλε ήμουν εθελοντής το 2004 και μου δώσανε δώρο και καπελάκι! Άλλο πράγμα... Είμαι πολύ περήφανος που βοήθησα!
- Μπράβο μαλάκα! Εγώ πάλι που ήμουν δεθελοντής τι φταίω που ακόμα πληρώνω τα έξοδα γι' αυτήν την παπαριά;

Το μανιφέστο του δεθελοντισμού (από Cunning Linguist, 01/06/08)Αρχαία κόκα αθάνατη! (από Cunning Linguist, 01/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified