Από το αρχίδι και τον βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμο (5ος π.Χ. αιώνας), είναι ισοδύναμο του αρχίδας, δηλαδή καλύπτει μια ευρεία γκάμα αποχρώσεων ανάμεσα στα βλακάκος, πρηξαρχίδας/σπασοκλαμπάνιας και κάφρος.

  1. - Φτου σου ρε πούστη!! Κοίτα που έχασα το μετρό με αυτόν τον αρχίδαμο μπροστά μου στις κυλιόμενες!

  2. - Εκείνο το γκομενάκι που είχα γνωρίσει μάλλον με έφτυσε, δεν το σηκώνει το τηλέφωνο...
    - Αφού στό 'χω πει ρε αρχίδαμε, με τις μαλακίες που κάθεσαι και λες δεν πρόκειται να σταυρώσεις ποτέ γκόμενα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (Στη μουσική:) Εκτελώ κάποιο μουσικό κομμάτι με τρόπο απαίσιο και άθλιο (βλέπε και εκτελώ).
  2. Πουλάω κάτι, συνήθως σε εξευτελιστική τιμή.
  1. - Πώω, το σκοτώσαμε πάλι το κομμάτι... Ρε πότε θα σοβαρευτείτε να κάνουμε καμιά πρόβα της προκοπής;!

  2. - Τι βλέπω, καινούρια κιθάρα πήρες;
    - Ναι, και γαμάει! Την παλιά τη σκότωσα για πέντε κατοστάρικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον χώρο της μουσικής το ρήμα εκτελώ έχει διττή σημασία: κανονικά σημαίνει ότι παίζω κάποιο κομμάτι (μουσική εκτέλεση). Όταν όμως κάποιος παίζει/ερμηνεύει/αποδίδει κάποιο κομμάτι άθλια, τότε μιλώντας για εκτέλεση εννοούμε μάλλον ότι το έστησε στον τοίχο και το σκότωσε.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα: το πώς εκτέλεσε το ίδιο του το τραγούδι S.A.G.A.P.O. ο Μιχάλης Ρακιντζής στη Eurovision του 2002.

Σχετικά λήμματα: Κακοφωνίξ, Μαρία Κάβλας, από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα.

  1. - Ρε μαλάκα πάμε να φύγουμε από αυτό το μαγαζί! Αυτοί οι βλάκες που παίζουνε live είναι άσχετοι, τα έχουν εκτελέσει τα κομμάτια κανονικά!
    - Καλά λες, Τομπούλογλου! Δεν παλεύονται άλλο...

  2. - Λοιπόν προχθές είδα τον Ρακιντζή live στη Γιουροβίζιον και έπαθα την πλάκα μου... Τι φαλτσαρίες ήταν αυτές να πούμε!;!
    - Ψυχρός εκτελεστής ο τύπος...

(από Cunning Linguist, 11/05/08)(από Cunning Linguist, 11/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φανατική οπαδός του Σάκη Ρουβά. Είναι αυτή που ουρλιάζει «Σάκηηηη!!!!» σε κατάσταση υστερίας, όταν αυτός βγαίνει στη σκηνή και αρχίζει τα στριφογυριστά του. Αν και η κατάληξη -ίτσα υποδηλώνει μικρή ηλικία, ωστόσο οι ρουβίτσες ανήκουν σε όλα τα ηλικιακά στρώματα, γεγονός που αποτελεί σαφή ένδειξη της γενικότερης παρακμής στον χώρο των τεχνών και του πολιτισμού...

  1. (από το myWorld.gr)
    «Μία από τις πιο όμορφες στιγμές ήταν όταν τον πλησίασε μια μικρή «ρουβίτσα», που τυχαία περνούσε έξω από το κλαμπ με τη μαμά της και φυσικά εκείνος έσκυψε και τη φίλησε.»

  2. (από forum)
    «Ρε παιδιά τώρα που το σκέφτομαι, προτιμάτε το παιδί σας ρουβίτσα ή emo; εγώ χαλαρά emo!!!!»

  3. (από www.exedrasports.gr)
    «Μάλιστα, όταν τον είδε ο Ιγκόρ Σιμπνιέφσκι ξετρελάθηκε περισσότερο και από «Ρουβίτσα» που ουρλιάζει μπρος στο δερμάτινο παντελόνι του Sakis.»

(από Khan, 25/05/14)(από Khan, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αδελφάτο, δηλαδή την αδελφότητα (= σύλλογος ή μοναστηριακή κοινότητα), αλλά με τη λέξη να παράγεται από το αδελφή (= πισωγλέντης) και όχι το αδελφός.

Λέγεται για να χαρακτηρίσει μια ομάδα ομοφυλοφίλων. Η ομάδα αυτή μπορεί να αποτελεί και κύκλωμα/κλίκα (π.χ. στον καλλιτεχνικό χώρο), οπότε κινεί και τα νήματα υπογείως με μασονικές μεθοδεύσεις. Για τον λόγο αυτόν συχνά λέγεται και αδελφάτο των ιπποτών, κατά τα μασονικά ιπποτικά τάγματα.

  1. - Ρε συ τους έχεις δει τους Queen στο βιντεοκλίπ του «I want to break free»;
    - Άσε φίλε, τρελό αδελφάτο μιλάμε! Αλλά μπορεί να πει τίποτα, αφού παίζανε και γαμώ τις μουσικές οι τύποι!

  2. - Τι γίνεται ρε γαμώτο, τι πουστάκια τραγουδιστές είναι αυτά που βγαίνουνε συνέχεια τώρα τελευταία;!
    - Ε αφού τους προωθεί το αδελφάτο των ιπποτών, Ψινάκης και σία και δεν συμμαζεύεται...

Βλ. και της συνομοταξίας, του σωματείου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ιταλικό evviva (=ζήτω). Λέγεται όταν κάποιος τρώει ήττα, με το σκεπτικό ότι αφού θα τον πιει που θα τον πιει, τουλάχιστον ας κάνει και μία πρόποση...

- Σήμερα θα γράψουμε πρόχειρο διαγώνισμα. Βάλτε τα βιβλία στις τσάντες και κρατήστε μόνο μια λευκή κόλλα χαρτί.
- Ωχ μαλάκες, εβίβα!

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι ο ανυπόφορος τραγουδιστής που όμως επιμένει να τραγουδάει, όπως ακριβώς ο διάσημος Γαλάτης βάρδος Κακοφωνίξ στα κόμικ του Αστερίξ. Συνήθως πρόκειται περί καλαμπόρτζη με υπερβολική εμπιστοσύνη στο ανύπαρκτο ταλέντο του και με φυσική έφεση στις φάλτσες νότες και στα μικρομόρια ανάμεσα στους δυτικούς μουσικούς τόνους.

Σε πιο επαγγελματικά επίπεδα, Κακοφωνίξ μπορεί να χαρακτηριστεί και κάποιος με κακή τεχνική στο τραγούδι ή με έλλειψη μουσικότητας, χωρίς απαραιτήτως να είναι φάλτσος.

Σχετικά λήμματα: εκτελώ, Μαρία Κάβλας, από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα.

  1. - Βρέεεχει φωτιάααα στη στράαατα μουουου...!
    - Σταμάτα Κακοφωνίξ γιατί προβλέπω να βρέχει και ντομάτες!

  2. (Στη Λυρική Σκηνή, έξω από την αίθουσα οπού γίνεται ακρόαση)
    - Ρε τι Κακοφωνίξ είναι αυτός που τραγουδάει μέσα; - Μια ψωνάρα είναι, ένα εξάμηνο τραγούδι έκανε και ήρθε να πάρει και δουλειά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εντελώς βλάκας, ηλίθιος σαν το μπετό (όπως δηλαδή λέμε και στούρνος ή ξύλο απελέκητο).

- Λοιπόν έμαθα ότι η πρώην σου τα έφτιαξε με τον Λάκη...
- Καλά, με αυτόν τον μπετόβλακα βρήκε να κάνει κατάσταση;
- Ε, θα θέλει να παντρευτεί φαίνεται και ψάχνει για κορόιδο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την πολύ άσχημη γκόμενα που δεν ενδιαφέρει κανέναν και η μόνη της χρησιμότητα θα ήταν ως σαβούρα (πρόσθετο βάρος για την διατήρηση της ισορροπίας σε πλοία ή αερόστατα).

Χρησιμοποιείται επίσης και ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός, ανεξάρτητα από την εξωτερική εμφάνιση.

  1. - Τι γίνεται ρε γαμώτο; Όλο σαβούρες μου την πέφτουν!
    - Να λες κι ευχαριστώ ρε... Τι να πω κι εγώ που μου την πέφτουνε μόνο πισωγλέντηδες, και είναι και άσχημοι;!!

  2. - Καλά, απίστευτο γκομενάκι η Εύη, έχω τρελαθεί με την πάρτη της...
    - Άσε με ρε με τη σαβούρα! Δεν την πάω καθόλου, είναι πολύ ψωνισμένη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται αλλιώς ο άντρας, επειδή συνήθως έχει κοντά μαλλιά κι έτσι φαίνεται ο σβέρκος του. Πρόκειται για σχήμα συνεκδοχής, όπου ένα χαρακτηριστικό (σβέρκος) χρησιμοποιείται αντί του όλου (άντρας).

Από το αλβανικό zverk (= αυχένας). Βλέπε και σβερκαρία.

- Κανονίσαμε για ποτό μεγάλη παρέα με πολλά γκομενάκια, και στο τέλος ήρθανε μόνο σβέρκοι και μια-δυο σαβούρες!
- Έτσι γίνεται συνήθως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified