Αυτός που γουστάρει να την τρώει. Αυτός που αρέσκεται σε υψηλά μακρόστενα και ζουμερά πράγματα.

Το μελώνει το μελομακάρονο.
Το τρίβει το πιπέρι.
Το γυαλίζει το πόμολο.
Και όλα τα συναφή...

Βλ. λουγκρητία, λούγκρα, όπου και παραδείγματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμαστε κυρίως στην κατίνα και στα ζωηρά μαλακιστήρια.

- Πού βρήκες αυτό το πυροβολημένο ρε; Δεν λέει να βάλει τον κώλο του κάτω.
- Άσε άσε. Έχουμε μπλέξει με το άτομο. Είναι σιγανοπαπαδιά.

(από σφυρίζων, 03/03/15)(από σφυρίζων, 03/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified