Αυτός που γουστάρει να την τρώει. Αυτός που αρέσκεται σε υψηλά μακρόστενα και ζουμερά πράγματα.
Το μελώνει το μελομακάρονο.
  Το τρίβει το πιπέρι.
  Το γυαλίζει το πόμολο.
  Και όλα τα συναφή...
Αυτός που γουστάρει να την τρώει. Αυτός που αρέσκεται σε υψηλά μακρόστενα και ζουμερά πράγματα.
Το μελώνει το μελομακάρονο.
  Το τρίβει το πιπέρι.
  Το γυαλίζει το πόμολο.
  Και όλα τα συναφή...
Βλ. λουγκρητία, λούγκρα, όπου και παραδείγματα.
Got a better definition? Add it!
				Published 
				
Last modified 			
Αναφερόμαστε κυρίως στην κατίνα και στα ζωηρά μαλακιστήρια.
- Πού βρήκες αυτό το πυροβολημένο ρε; Δεν λέει να βάλει τον κώλο του κάτω.
  - Άσε άσε. Έχουμε μπλέξει με το άτομο. Είναι σιγανοπαπαδιά.
Got a better definition? Add it!
				Published 
				
Last modified