Εϊναι τα γνωστά καλαίσθητα σαντάλια που φοράνε ανεξαιρέτως όλοι οι Ινδο-Μπαγκλαντέσο-Αφγανο-Κουρδο-Ιρακινο-Αιγυπτιο-Ιρανο-Πακιστανοί που ζουν στη χώρα μας.

Φοριέται στο φανάρι, στο μηχανάκι, στο Σούπερ Μάρκετ, στο ποδήλατο, σπρώχνοντας το καροτσάκι με τα σκουπίδια...

Ιδιαίτερα με την παραδοσιακή «κελεμπία» και το μουστάκι α λα 1970, δίνουν στη χώρα μας μια ανάλαφρη πινελιά καλαισθησίας και οριεντάλ κουλτούρας.

Από τα Ολ Τάιμ Κλάσσικ αθλητικά παπούτσα της Αντίντας, τα οποία συνήθιζαν οι νέοι να φορούν χωρίς κάλτσες.

Είκοσι μέτρα μπροστά μου δυο Πακιστανοί και επειδή δεν είχε φρένα το παπί τους, σταματάνε με τα Πακιστάν Σμιθ! Και να ακούγεται και Σκουιιιιιιιιιιιιίκ!!! Μιλάμε για γαμώ τες σόλες. Και τους έφερε 3000 χλμ περπάτημα, και κολύμπι στον Έβρο, και ακόμα κάργα η γόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγεται από την λέξη τσαχπίνης και την πορτογαλική κατάληξη -inio (μετάφραση -ούλης) που δηλώνει καταγωγή ή στυλ βραζιλιάνικο.

Χαρακτηρισμός για ποδοσφαιριστές που, ενώ φαινομενικά μιλάν στο τόπι, επί της ουσίας δεν ανταλλάσσουν ούτε καλημέρα, με τα παρακάτω γνωρίσματα. Η θέση τους βρίσκεται κοντά στη γραμμή του πλαγίου άουτ (σλανγκιστί «ασβέστης»), θεωρούνται διεμβολιστές και ωραίοι ντριπλέρ, και πάντα μα πάντα είναι κάτω του μετρίου και του αναμενόμενου.

Συνήθως κατάγονται από την Βραζιλία, αλλά όχι πάντα. Καθυστερούν όσο δεν πάει άλλο το παιχνίδι της ομάδας τους και, τις περισσότερες φορές, αντί να περνάν τον αντίπαλο τρώνε σαβούρντες περιμένοντας μάταια το κοράκι να σφυρίξει. Δεν δίνουν πάσα ούτε από το δεξί πόδι στο αριστερό. Τα βάζουν με τον κακό προπονητή που δεν τους εμπιστεύεται και οι περισσότεροι λένε για αυτούς «Αν είχε μυαλό αυτός θα έκανε καριέρα».

- Έμαθες τον καινούριο Βραζιλιάνο εξτρέμ που πήρε η ομαδάρα;
- Ναι μωρέ, σιγά τα λάχανα. Άλλος ένας τσαχπίνιο που θα μας ζαλίσει τα ούμπαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιο εξεζητημένη έκδοση του πιασμένος, με Γαλλική εσάνς κατά τα γκανιάν, αστραχάν, Πετράν και όλα τα εις -αν.

Πιασμάν είναι αυτός ή κάτι που έχει δωροδοκηθεί/λαδωθεί, δηλαδή έχει πιάσει λεφτά για να κάνει γαργάρα μια κατάσταση. Συνηθίζεται για τον αθλητισμό και δη το ποδόσφαιρο.

Α,καποια στιγμη ειχα μπει στο γαυροφορουμ, καταντια τα οπαδικα γυαλια οποιος και να τα φοραει. Σκουζανε οι γαυροι οτι το παιχνιδι ηταν φιλικο και πιασμαν. Δηλαδη, στηνεις ενα παιχνιδι και το παιρνεις με τη ψυχη στο στομα. Η φανατιλα σε κατανταει λοβοτομημενο τελικα. (αποεδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου ο οποίος είναι άσχετος με το μπάσκετ και χαρακτηρίζεται έτσι ώστε να δείξει ότι ο άλλος είναι εντελώς αδέξιος και δεν πετάει μπάλα, αλλά τούβλα στην μπασκέτα.

- Την Τετάρτη πάμε για μπάσκετ με τον Μήτσο; - Με αυτόν τον τούβλοβιτς, εγώ, δεν παίζω μπάσκετ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασκούμαι με τη μέθοδο πιλάτες.

Για όσους δεν ξέρουν —τύποι που δέν συναναστρέφονται θήλεα νέας κοπής για παράδειγμα—, πιλάτες είναι τύπος γυμναστικής πολύ της μοδός τελευταία. Σύμφωνα με την αγγλόγλωσση Βικιπαίδεια, αναπτύχθηκε στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα από τον φρίτση Γιόζεφ Χουμπέρτους Πιλάτες (ενμέρει ελληνικής καταγωγής), και εστιάζει στην αναπνοή, τη σπονδυλική στήλη και τους μύες που βοηθούν στην ισορροπία του σώματος.

Το ρήμα πιλατεύω, που σημαίνει παραδοσιακά «ταλαιπωρώ», «παιδεύω», ετυμολογείται μάλλον από τον ίδιο τον Πόντιο Πιλάτο, ενώ ο Κοραής πιθανολογεί και την καταγωγή από το αρχαίο πιλέω, που σημαίνει «θλίβω».

– Τί έχεις βρε Φιφίτσα; Γιατί μου κλαίς;
– Άσε βρε Φωφάκι μου, ο Φίφης μου δέ με θέλει πιά!...
– Μα γιατί βρε γλυκιά μου;
– Γιατι δέν τον ικ- ικανοποιώωωω... μπού χού χού...
– Μα τί 'ν' αυτά που λές βρε χαζό;
– Ναί Φώφη μου, ναί... Μου λέει χθές, οτι δέν του κ- κάνω λέει πιά, γι'- γι' ασκήσεις εδάφ- φους... Δέν είμαι λ- λέει, αρκετά ευ- βλύγιστη... μπού χούου... Έχει άλληηηηη!... Μπού χού χούουουουου... Είμαι σ- σίγουρη, έχ- χει άλληηηη!...
– Έλα βρε κουτό, που έχει άλλη! Μή λές κουταμάρες. Αυτό ειναι όλο, η ευλυγισία; Άκου να δείς. Έχω μιά φίλη μου —την Κίτσα, τη θυμάσαι;— παλιά χορεύτρια, πήγε στην αγγλία τρία χρόνια, έκανε μεταπτυχιακά στη γυμναστική, έγινε σπουδαία!... Τώρα που λές, αυτή άνοιξε γυμναστήριο στο κέντρο και κάνει πιλάτες!... Εκεί πάω κι' εγώ, έλα να πηγαίνουμε παρέα.
– Κ- και τί να μου κάνουν εμένα οι π- πιλάτες;...
– Τί να σου κάνουν;... Ευλυγισία δε θές; Δύο μήνες Φιφή μου, δυό μήνες! Πιλατέψου για δυό μήνες, και θα δεί μετά ο κύριος Φίφης. Που τέτοιο λάστιχο θα γίνεις, που θα σ' έχει πισωκωλομπρούμυτα και θα του χαϊδεύεις τα αφτιά με τις πατούσες... Ξέρεις, εκεί που του σηκώνεται...
– ...
– ...
– Πού ξέρεις εσύ βρε Φώφη πώς του σηκώνεται του Φίφη μου;...

Δες και σπάζομαι. Επίσης χριστιανοσλάνγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του κλασικού κοκτέιλ Cuba Libre. Αγαπημένο ποτό των οπαδών της ομάδας της Θεσσαλονίκης, ΠΑΟΚ. Παρασκευάζεται με 3 μέρη Ρετσίνα Μαλαματίνα (αποκλειστικά) και 1 μέρος Κόλα. Χυμός Lime προαιρετικά. Σερβίρεται στα ταβερνεία πέριξ του γηπέδου της Τούμπας τις Κυριακές ή παρασκευάζεται αυτοσχεδίως από τους οπαδούς προ της εισόδου τους στο Γήπεδο της Τούμπας.

– Ρε συ Μάκη, παίξαμε τίποτα χτες, για πάλι χάλια;
– Φίλε, άμα δεν έχεις πιει τουλάχιστον 3 Toumba Libre πριν το ματς, η ομάδα δεν βλέπεται φέτος...

Τούμπα Λίμπρε (από allivegp, 06/08/09)παγωμένη ομορφιά... (από BuBis, 12/10/09)

Δες και κουστούμι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified