Further tags

  • O υπερμέγιστος μπαλλαδόρος, ο ντριπλάρων μετά του τοπίου (=μπάλας) 3 αντιπάλους, ακόμη και εντός τηλεφωνικού θαλάμου. Παράδειγμα 1.
  • O έχων το παντελόνι πεσμένο επιδεικνύοντας τριχωτή κωλοχαράδρα κατά τη διάρκεια επίκυψης (ή μη). Παράδειγμα 2.

Παράδειγμα 1
- Πσσσσσσ τι έκανε ο μάστορας, είσαι ο υδραυλικός αγόρι μου...

Παράδειγμα 2
- Ω ρε φίλε, πάρε μάτι εκεί τον υδραυλικό που μοστράρει τη χαράδρα.

Remi Gaillard, Squash. (από patsis, 26/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο τις ηλικιωμένες ανύπαντρες γυναίκες. Μεταφορικά, οι οπαδοί του Ηρακλή Θεσσαλονίκης, αφού είναι ο παλιότερος ποδοσφαιρικός σύλλογος στην Ελλάδα. Εξού και «γηραιός».

- Το φανταστήκαμε πως θα μας περιμένουν οι γεροντοκόρες στο σταθμό, γι' αυτό και είχαμε κρύψει τα κασκόλ και τις σημαίες. Ούτε που μας πήρανε χαμπάρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που παίζει καλό ποδόσφαιρο. Ο «τεχνίτης της μπάλας».

- Πολύ μπαλαδόρος αυτός ο πιτσιρικάς της Κέρκυρας. Να μου το θυμηθείς, σε 1-2 χρόνια αυτός θα παίζει σε ομάδα της πρώτης εθνικής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικά: αυτός που κάνει body building και καταλήγει να έχει τόσους μυς που να μοιάζει με ντουλάπα. Ο σφίχτης ή σφίχτερμαν.

-Κοίτα εκεί την παρέα με τα μπιλντέρια! Είναι τρία άτομα και πιάνουν χώρο για έξι. Κανονικά δεν πρέπει να του αφήνουν να μπαίνουν σε μικρά μπαράκια! -Θα 'ναι κολλητοί του πορτιέρη, δεν τον είδες και αυτόν πως ήταν; Σφίχτης και αυτός.

(από jesus, 23/02/10)(από electron, 05/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πωρωμένος με το body building (εξ' ου και bod-έος). Συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά, για να χαρακτηρίσει κάποιον που η κρεατίνη και τα στεροειδή του έχουν καταστρέψει τον εγκέφαλο.

Εμφανίζεται και ως ουδέτερο: το μποντέο.

- Πόσα σηκώνεις πάγκο;
- 195 κιλά
- Έλα ρε μποντέο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζονται κι έτσι και οι φίλαθλοι του (Μ)ΠΑΟΚ.

Σχετικά λήμματα: ΜΠΑΟΚ

Έχασε πάλι ο (Μ)ΠΑΟΚ από τον Ολυμπιακό και τα έκαναν γυαλιά καρφιά πάλι οι βούλγαροι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κερδίζει τις κόντρες στο ποδόσφαιρο.

- Ρε τον κοντράκια... Και τους τρεις με κόντρα τους πέρασε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική έννοια. Λέγεται συνήθως για τον παίκτη ο οποίος δεν έχει καθόλου τεχνική κατάρτιση και παίζει στην ομάδα κυρίως λόγω των φυσικών προσόντων του (ύψος, τρέξιμο).

- Ρε Γιαννάκη, τι τσουρουκάς είναι αυτός ο ξένος που πήραμε;
- Ναι ρε συ, άσε, ούτε με υδραυλικό τιμόνι δεν στρίβει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικός όρος.
Τερματοφύλακας περιορισμένων δυνατοτήτων που συνήθως τελειώνει τα 90 λεπτά ενός παιχνιδιού με πολλά γκολ στο παθητικό του.

Πωπω, πάλι το φάγαμε... Ρε , τί κουμπαράς είν'τούτος;;;!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που δεν ξέρει καθόλου μπάλα. Ο άγαρμπος.

- Ρε το κελέκι ούτε να μαρκάρει δεν ξέρει.

βλ. και άμπαλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified