Αναφέρεται στον ποδοσφαιριστή ο οποίος ασχολείται περισσότερο με την εξωτερική του εμφάνιση παρά με την μπάλα.
- Κώστα που ήσουνα ο αγώνας έχει αρχίσει εδώ και δέκα λεπτά.
- Είχα πάει στον Τρύφωνα να μου κάνει το μαλλί.
Αναφέρεται στον ποδοσφαιριστή ο οποίος ασχολείται περισσότερο με την εξωτερική του εμφάνιση παρά με την μπάλα.
- Κώστα που ήσουνα ο αγώνας έχει αρχίσει εδώ και δέκα λεπτά.
- Είχα πάει στον Τρύφωνα να μου κάνει το μαλλί.
Got a better definition? Add it!
Ο γυμνασμένος, συνήθως αντιπαθής άνδρας που αρέσκεται να επιδυκνείει τα μούσκουλά του σε νεαρές κορασίδες στις παραλίες το καλοκαίρι.
Η λέξη προέρχεται απο τις δημοφιλείς ρακέτες, κατεξοχήν σπορ των ατόμων αυτών στην παραλία.
Τσέκαρε πώς κορδώνεται ο μπρατσορακέτας για να τον δει η γκόμενα!
Βλ. και σφίχτερμαν, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.
Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, γκόμενα-μέδουσα.
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δυο τρεις μεγάλες κατηγορίες κατηγορίες σφυρίχτερμαν οι οποίες ενίοτε αλληλεπικαλύπτονται:
Οι σφυρίχτερμεν χαρτογραφούνται τόσο σε μπουτς όσο και σε φαμ παραλλαγές.
Ετυμολογία: εκ των σφυρίχτρα (δύο πρώτες περιπτώσεις), σφυρίχτρα (δεύτερη) και σφίχτερμαν.
- σε πολλά σύγχρονα αφηγήματα, όχι κατ' ανάγκη πουστρομανιέρας, αλλά ίσως και πουστρονεωτερισμού βλέπουμε ένα μενάζ α τρουά νέας κοπής: Αυτό αποτελείται από έναν συνεσταλμένο, ομορφούλη άντρα τ. πουστρίγκος, συχνά κοντούλη, μία αρρενωπή γυναίκα και ένα τεκνό, είτε τύπου ήρωα ταινιών του Visconti, είτε σφ(υρ)ίχτερμαν. (Χάνκων o Μεγαλόσλανγκος, εδώ)
Vrastaman: - Το σφυρίχτερμαν παίζει;
ironick: - αχαχαχαχα, κάτι σε γκέουλα σφίχτη τροχονόμο δηλαδή;
(εκεί)
- Δεν είναι κι ο σφίχτερμαν που τον έχει σφυρίχτρα; Συφτωματικά σήμερα μου έλεγε μια γκόμενα για ένα απο το μεγαλύτερα τούμπανα της Κυψέλης που τον έχει τσιγάρο. (Jeanoir, παραπέρα)
Got a better definition? Add it!