Ο παπάς, ο ιερέας στα καλιαρντά εκ των βακουλή (= Εκκλησία) και πουρός.

Το βακουλή χρησιμοποιείται σε πολλές λέξεις της καλιαρντής που σχετίζονται με την Εκκλησία. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) αναφέρει ως πιθανή ετυμολογία την προέλευση από τα αβάς (abbé στα γαλλικά) και kule = πύργος στα τουρκικά.

Ο δεύτερος, σπούδασε μαθηματικός ο Μιχάλης, ήσυχο παιδί, μαζεμένο, του Θεού. Της προσευχής και της μετανοίας. Τα κατάφερε αυτός, διορίστηκε, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, πέφτει το παραδάκι, ασφαλίστηκε, έκανε και μια λατσή κρεμάλα με μια μούτζα με μπερντέ, τη νύφη μου, τη Γαρυφαλλιά. Η νύφη μου είναι ψυχικιάρα, του «Κυργιελέησον» κι αυτή και με συμπονά. Τα πάμε καλά, μου στέκεται στα δύσκολα. Στο τέλος έγινε παπάς το θεόπαιδο. Τρία αδέρφια, το καθένα κι άλλο μπαϊράκι. Ο πρώτος, καππακάππας, ο δεύτερος, βακουλοπουρός, ο τρίτος, καραλούγκρα. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Ο Γύρος του Θανάτου»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο hamal.

  1. Ο ανειδίκευτος εργάτης που μεταφέρει βάρη, ο αχθοφόρος, ο φορτοεκφορτωτής.
  2. Το παιδί για όλες τις δουλειές, ο κουβαλητής σε σημείο εκμετάλλευσης, το κοροϊδάκι που κάνει ο,τι του ζητούν.
  3. Ο άνθρωπος που κάνει τις βαριές δουλειές με χαμηλό μισθό.

1.- Ρε Πέτρο, άντε πετάξου μία στο supermarket!
- Να πας μόνος σου, χαμάλης είμαι να κουβαλάω τα ψώνια σου;

  1. - Κοίτα τον, κοίτα τον. Μέχρι και την τσάντα της κουβαλάει. Ο,τι του πει..! - Μια ζωή χαμάλης. Ό,τι του ζητάς το κάνει.

  2. Άμα δε μάθεις γράμματα, μια ζωή χαμάλης θα είσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό mature, η ώριμη γυναίκα.

Καλά ρε, αυτή του γυάλισε;; Αυτός είναι νιάνιαρο ακόμη κι αυτή είναι ματούρι!!

Πούρα maduro (από Vrastaman, 11/02/10)Stefania Sandrelli: Άμα σου κάτσει, απαξίωσέ την! (από HODJAS, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταυτόσημον τοῦ γαλλικοῦ chic («κομψός, κομψῶς»).

Ὁ Πετρόπουλος ἀναφέρει ὅτι τὸ σὶκ ἀπαντᾷ μόνον ἐν συνθέσει. Κάτι τέτοιο, παρ’ ὅτι εἶναι συχνό, δὲν εἶναι ἀπόλυτο, καὶ μάλιστα λόγῳ τῆς ἰδιαιτέρας κομψοπρεπείας ὡρισμένης κιναιδομερίδος, καὶ δὴ αὐτῆς ἡ ὁποία ρέπει εἰς τὴν χρῆσι τοῦ ἡδυσμένου λόγου τῆς καλιαρντῆς.

Συχνοτέρα σύνθεσις τὸ μεσίκ («εὐγενικά»), μὲ τὸ μαλακό, μὲ τὸ καλό κττ. Ὑπενθυμίζω ὅτι δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὴν διαβάθμισι μεγέθους τῶν πεῶν, ὅπως ἐσφαλμένως ἔχει ἀναφερθῆ εἰς τὸ ἀντίστοιχο λῆμμα.

Κόντρα πασιόζα τζόρνα βιζιτάραμε τάχαμ - δῆθεν λατσαβελὲ τὴν Παλόμα τὴ χειρουργημένη, ποὺ ἄβελε ριτόρνο ἀποκατὲ ἀπὸ Καζαμπλάνκα. Κουλὰ δηλαδή, γιὰ ρεβὺ βιζιτάραμε, ἀλλὰ ἄντε τώρα... Νὰ ντὶκ βουτρὰ ἡ ντάνα, καὶ κατσικανόδεσμο ντεζιντερέ, τρὲ σίκ σοῦ μπενά καὶ λατσοκουλικέ.

Τουτέστιν:
Προχθὲς κάναμε δῆθεν ἐπίσκεψι καλωσορίσματος στὴν Παλόμα τὴ χειρουργημένη, ποὺ ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν Καζαμπλάνκα. Σκατὰ δηλαδή, γιὰ νὰ δοῦμε τί ἔγινε πήγαμε, ἀλλὰ ἄντε τώρα... Νὰ δῇς βυζιὰ ἡ πουστροῦ, καὶ στηθόδεσμο καυλωτικὸ (δηλ. μὲ τρῦπες στὶς θηλές), πολὺ κομψὴ σοῦ λέω καὶ ὡραῖα ψιμυθιωμένη (μακιγιαρισμένη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified