Selected tags

Further tags

Στα καλιαρντά είναι το σημείο του σταυρού που διώχνει τους δράκους, δηλαδή βρικόλακες, δαιμόνια και ό,τι κακό, εκ του τζάζω που σημαίνει διώχνω.

“Δεν κάνεις τον δρακοτζάστη σου”, του λέω, “που σώθηκες από δαύτη; Να την αβέλεις γοργόρι και να την αβέλεις ντουπ την παλιοδιαπομπού”. (Αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published

Το χαστούκι στα καλιαρντά.

“Δεν κάνεις τον δρακοτζάστη σου”, του λέω, “που σώθηκες από δαύτη; Να την αβέλεις γοργόρι και να την αβέλεις ντουπ την παλιοδιαπομπού”.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο δεσπότης, ο επίσκοπος, στα καλιαρντά, εκ του βακουλή που σημαίνει εκκλησία και του νταβατζής.

- Αααα, τώρα κατάλαβα. Αλλά δεν ήξερα ότι τα είχε με εκείνο το αγλαρότεκνο. - Καλέ ναι. Γνωρίστηκαν σε κάτι βακουλόσταμπα, που είχε παραστεί ο βακουλονταβατζής ο ίδιος! (Αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα κλειδί της ντούρας λιάρντας, συνώνυμο του αβέλω, το οποίο παίρνει το νόημά του βασικά από τα συμφραζόμενα και μπορεί να σημαίνει διάφορα όπως θέλω, επιθυμώ, γουστάρω, κάνω, έχω, δίνω κ.ά. Μάλλον πρόκειται για τροπή του αβέλω, το οποίο, όπως επεσήμανε το Πονηρόσκυλο εδώ, προέρχεται από τη ρομανί, από το avel, avela, avol = είμαι, γίνομαι, έρχομαι, φτάνω.

Καλιαρντοσύνες:
Αβέλεις, αβέλω,
βουέλεις, βουέλω,
βουέλουμε μπουτ μουσαντά, τζινάβεις, τζινάβω,
μπενάβεις, μπενάβω,
μπενάβουμε στα καλιαρντά.

(από Khan, 06/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Το κοτόπουλο στα καλιαρντά. Επίσης, το αυγό, ενώ κακνά δικελτά είναι τα αυγά μάτια. Πιθανόν ρομανί προέλευσης, βλ. εδώ.

Αβέλω χαρχάλω (Με έπιασε πείνα) Βουέλω να χάλω (Και θέλω να φάω)
Κακνά της κακνής δικελτά (Αυγά μάτια τηγανητά) Αβέλω μπαλόμπα (Έχω γίνει χοντρή) Και νάκα η μπόμπα (Και δεν κάνω πίπες) Μονάχα τα μπουτ πιασμαντά (Μονάχα βάζω συνέχεια χέρι) (Από το άσμα Καλιαρντοσύνες)

Στο 1.30. (από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη των καλιαρντών από το πιάνω και μια ψευδογαλλική κατάληξη, σημαίνει το «χάδι στα γεννητικά όργανα» κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, το χούφτωμα, το χαμούρεμα, το φάσωμα. Φαίνεται ότι είχε διαδοθεί και εκτός καλιαρντού πλαισίου, βλ. και το πιασμάν, που σημαίνει και τον πιασμένο, τον δωροδοκημένο, σύμφωνα με τον ορισμό του notheitis.

  1. Τα μπουτ πιασμαντέ όλο πάθος και αλληλοκαυλοσίχαμα και δώστου φλόκια και σαρμελοζούμια. (Διακοπές στο Τζιναβονήσι)

  2. - Μαζεύτηκες; Από πότε έχεις γκόμενο;
    - Τι είναι αυτά που λες; Δεν ντρέπεσαι;
    - Εγώ να ντραπώ; Εσύ ξεπορτίζεις κάθε βράδυ!
    - Ξεπορτίζω; Στο γραφείο τρέχω! Σε επαγγελματικά ραντεβού. Για το εργοστάσιο ξενυχτάω. Έχω απανωτά μήτινγκ.
    - Αυτά τα μήτινγκ στις μέρες μας τα λέγαμε πιασμαντέ.
    - Σε παρακαλώ πολύ, δεν σου επ...
    - Σε μένα τα πουλάς αυτά! (Ο μαγκίτης παππούστης εδώ στο 2.10)

Στο 2.10. (από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι ο «στρατιώτης των μονάδων καταδρομών, γιατί ζει σαν παρτιζάνος (< ιταλικό partigiano)», κατά τον Ηλία Πετρόπουλο. Μπορούμε όμως, νομίζω, να φανταστούμε ότι μπορεί να λάβει και μια κάπως ευρύτερη σημασία για να δηλώσει κάθε σέξι τεκνό που υπηρετεί στα ένδοξα στρατά.

Είδα στον ονειροκρίτη του Καζαμία μα δεν έλεγε τίποτα για το συνδυασμό κουμπάρας, Σούλη, μπροστομούνας, στρινκάκι, πισινού και ραμολί. Και τώρα δε ξέρω τι στο διάλο ήτανε εκείνο το όνειρο.
Άμα όμως ξέρεις εσύ πες μου γιατί έχω την περιέργεια να μάθω.
Πάω τώρα γιατί έχω ραντεβού με ένα παρτιζανότεκνο και δε θέλω να το στήσω. (Μαρινάκι Ζέας αποκατέ).

Πουστοαστεία ανάμεσα σε παρτιζανότεκνα πουτινιάρικα. (Μυδασίστ: Σφυρίζων) (από Khan, 15/02/14)Παρτιζανότεκνα τοξεύουν γκοντότεκνο σε πίνακα του Γιάννη Τσαρούχη. (από Khan, 15/02/14)Παρτιζανότεκνα χορεύουν γκεϊμπέκικο σε πίνακα του Γιάννη Τσαρούχη. (από Khan, 15/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δεσποινίδα στα καλιαρντά, εκ του ηρακλιά= γυναίκα, κυρία και βιρτζίνω (που θυμίζει λατινογενείς λέξεις για την παρθενία εκ του virgo-virginis). To ηρακλιά, όπως έδειξε το Πονηρόσκυλο στο λήμμα μπουτ - ή, οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά, δεν έχει σχέση με τον Ηρακλή, αλλά προέρχεται από την λέξη της ρομανί rakli, rakhli = κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή.

...γιατί ένας κουρσικεμές φίλος του, του κουσκούσευσε ότι η ηρακλοβιρτζίνω του τον απατούσε με ένα κουμουνοτεκνό... (Αποκατέ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο νεαρός κομμουνιστής στα καλιαρντά.

Η ηρακλοβιρτζίνω του τον απατούσε με ένα κουμουνοτεκνό και αβέλει το κάρο η καραμποντού και τους έπιασε στον καραφλότοπο, την ώρα που εκείνη έκανε έκτρωση. Μου τα είπε εμένα ο ίδιος, που πέρασε από το μαγαζί να πιει καημοζούμι και τα κατόλια να πέφτουν σύννεφο. (Αποκατέ).

(από Khan, 19/02/14)(από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Βλέπω στα καλιαρντά. Πρόκειται για εξελιγμένο τύπο του δικέλω με τον ίδιο τρόπο που το αβέλω έγινε βουέλω.

Τι κουέλω; Καυγαδάκι; θα πάτε για ντιβόρσα οι συνεργάτες; Θέλετε να σας γράψουν τα νοβοφέγια; Να μαθει ο μόντος τις πομπές σας; Βγήκε η κατίνα από μέσα σας; Θα πιαστείτε μαλλί με μαλλί; Θα γίνει της πουτάνας εδώ μέσα; Τι καταλαβαίνετε; Ηρεμείστε γιατί χωρατοράμπα γίνατε κι οι δυο σας την τύχη μου που μ' έριξε εδώ πέρα μέσα @#$%^&*()_+ (Μαρινάκι Ζέας προς συν-μπλογκίζοντες αποκατέ)

Κουέλο (=κούνελος στα πορτογαλέζικα) σε γκέι παρέιντ. (από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published