Καλιαρντή λέξη από το πάνω-κάτω, σημαίνει άσκοπα.

Μα ο μπερντές έχει φτερά, αλέ πάει στη χάλω
και λούγκρα ο λαός, κατσικές και προβατές
ταπί από τους ψαλιδόκωλους, η πόλη εάλω
αβέλει τα ντουλά και σέρνεται πανωκατές….
(Από καλιαρντοστιχούργημα εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα Χριστούγεννα στα καλιαρντά, εκ του αγγλικού birth (=γέννηση) και του Μους-Τζουσής.

Ανήμερα Μπέρθα του Μους-Τζουσή αρρίβαρε από τον Τζιναβότοπο.

(από Khan, 25/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση-καμουφλάζ για τους γκέι!

- Δηλαδή το γυαλιζεις το δοξάρι...
- Παρακαλώ ;
- Ο ήλιος καίει για μας τους γκέι...

Βλ. και την τρίζει την όπισθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικο ισοδύναμο του λοιπόν.

Το λεπόν μαζευόμαστε όλοι και την κάνουμε για μπαρότσαρκα.

Le pont, γαλλιστί. (από Vrastaman, 29/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για αστεϊσμό που περιγράφει σαρκαστικά την δια χειρός επαναληπτική παλινδρόμηση επί φλεβοφόρας κρεατόβεργας με σκοπό την αυτοϊκανοποίηση (AKA μαλακία)...

Η φράση αυτή προέρχεται από την λίγο-πολύ γνωστή σε όλους μας επαναληπτική καραμπίνα, κοινώς χράπα χρούπα, και χρησιμοποιείται για την χιουμοριστική περιγραφή της ανδρικής αυτοϊκανοποίησης και ενίοτε για να καταδείξουμε ένα συγκεκριμένο άτομο που συνηθίζει να επιδίδεται σε αυτό το είδος της ψυχαγωγικής άθλησης!

- Τί έγινε Γιαννάρα χθες με το Τζενάκι, της έριξες κανά μανίκι;!
- Άσε με ρε μαλάκα με την ξενέρωτη, σπίτι την έβγαλα τελικά με Τζουλιάδα στο ντιβιντί... και χράπα της και χρούπα της!!!

Spas-12, 12 gauge pump-action shotgun. (από Tsatsaras the Pimp, 05/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά (και διεκπεραιωτικά, μπας και διαβάζει κανείς διαφορετικής κουλτούρας):

(Σαν επίθετο –ος –α -ο): Ό,τι τοποθετείται επάνω στον τάφο/ό,τι γίνεται στον τάφο κατά την ταφή/η εκκλησιαστική ακολουθία που τελείται τη Μεγάλη Παρασκευή (αλλά και τμήμα της).

(Σαν ουσιαστικό): Το άμφιο με την εικόνα της κήδευσης του Χριστού/το ειδικό κουβούκλιο που κάργα ανθοστολισμένο φέρει αυτό το άμφιο κατά τη Μεγάλη Παρασκευή και περιφέρεται αργά στους δρόμους των κατά τόπους εκκλησιαστικών ενοριών ακολουθούμενο από λιβανίζοντες ιερείς, νεαρές παρθένες που ψάλλουν και από πλήθος πιστών με αναμμένα κεράκια στα χέρια (αλλά και η ίδια η περιφορά).

Παίζουν σαν παρομοιώσεις:

1. Η έκφραση Πιο αργός κι από Επιτάφιο κι οι σχετικές τονίζουν το υπερβολικά αργό της κίνησης, δράσης κάποιου. βλ. σχ. του Khan, βλ. σχ. του electron, κι εδώ.

Συνώνυμα: πιο αργά από την καθυστέρηση, πιο αργός κι από ριπλέι βλ. σχ. του allivegp, πιο αργός κι απ' τον θάνατο.

2. Οι εκφράσεις Στολισμένη/Ντυμένη σαν Επιτάφιος τονίζουν το υπερβολικό (που αγγίζει το κιτς) της εμφάνισης (συνήθως) κάποιας βλ. πχ του Hodjas.

Σχετικά τα: Ντύθηκε ρεβεγιόν/Χόλυγουντ/ υπερπαραγωγή.

3. Οι εκφράσεις Μυρίζει Επιτάφιο» κι οι σχετικές (και σαν σφόλια) τονίζουν το υπερβολικά έντονο και βαρύ του αρώματος που φορά κάποιος.

Συνώνυμα: Μυρίζει/βρωμά θυμίαμα/λιβάνι/ πατσουλί.

4. Λέγεται απαξιωτικά για κτίρια, κατασκευές, οχήματα και ο,τιδήποτε μπορεί να στολιστεί/διακοσμηθεί και ειδικότερα να φωτιστεί, σημαίνοντας ότι ο διακοσμητής το παράχεσε.

Συνώνυμα: Το ‘κανε λατέρνα/χριστουγεννιάτικο δέντρο».

Πιο σλανγκικά σημαίνει:

5. Αυτόν που με τις αυθαίρετες ενέργειές του βάζει οριστικό τέλος (ταφόπλακα – επιτάφιο λίθο) στις ελπίδες κάποιου άλλου να πετύχει κάτι.

6. Κίναιδος συνοδευόμενος από ωραία και καλοντυμένα τεκνά, (sic απ’ τa Πετροπούλεια «Καλιαρντά»)

7. Κουστωδία του καθηγητή ή διευθυντή κλινικής με τους επιμελητές, βοηθούς και λοιπούς κομπάρσους που βγαίνουν μπουλουκοειδώς για ιατρική επίσκεψη, έτσι που να υποβάλλεται η εντύπωση φανταχτερής, μεγαλόπρεπης και υψηλής επιστήμης (sic από το Ν. Παπαγιάννη στa Πετροπούλεια «Καλιαρντά» αναφερόμενο σε ιατρικά σινάφια, σχολιάζοντας την ομοιότητα με το 6.).

Δεν αποκλείω καθόλου το να χρησιμοποιείται και σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις.

8. Οποιαδήποτε συγκέντρωση ατόμων σε πορεία (κυρίως διεκδικητική - συνδικαλιστική) που της λείπει ο αυθορμητισμός, ο αυτοσχέδιος παλμός κι η συνεπακόλουθη ζωντάνια. Με ειλικρινή κι άπειρη τρυφερότητα (έχοντας πλήρη συνείδηση, δέος και –γιατί όχι;- φόβο του τι επέρχεται σε όλους μας) σχολιάζονται έτσι οι πορείες συνταξιούχων.

Σε λοιπές περιπτώσεις αποτελεί απαξιωτικότατο χαρακτηρισμό και μομφή.

  1. (σημασία 1) «…ρε μάγκες, μπαίνω στο ίντερνετ αυτήν την στιγμή με το κινητό μου σαν μόντεμ, και το πρόγραμμα 1 ευρώ τη μέρα... βολεύει (οικονομικά τουλάχιστον) το προγραμματάκι…., γιατί πραγματικά είναι απεριόριστο, όμως, οι ταχύτητες ρε παιδιά... πολύ επιτάφιος...»

  2. (σημασία 1, επίσης) «…Τώρα πάντως, για να τα λέμε όλα, και αυτός Ζ… δεν έχει το Θεό του. Η ομάδα - απόντος του Γ… - παίζει χωρίς άκρα και αυτός θέλει λέει να του πάρουν βαρύ φορ και «δεκάρι». Να γίνει δηλαδή η ομάδα από αργή, επιτάφιος…»

  3. (σημασία 3) «…Θα προτιμήσω κάτι σε άοσμο BALM λόγω ευαίσθητης επιδερμίδας, αλλά και λόγω του ότι δεν θέλω η κολόνια μου να μπερδεύεται με το άρωμα του after shave και μετά να μυρίζω σαν επιτάφιος…»

  4. (σημασία 4) «…Έχει γεμίσει ledάκια παντού, και από κάτω από το αμάξωμα αυτές τις φωτεινές ράβδους μπλε και φουξ. Δεν σας λέω τίποτα. Επιτάφιος σκέτος. Ο περίγελος της πόλης...»

  5. (σημασία 5) «..Επιτάφιος ήταν ο χαρακτηρισμός που έδωσε στον Π… Κ… Ελλαδίτης καθηγητής διαιτησίας για την εμφάνιση που έκανε πρόσφατα διαιτητεύοντας παιχνίδι του ΠΑΟΚ στην Τούμπα…»

  6. (σημασία 5, επίσης) «…Όμως αυτή τη φορά ο Π… Κ… έγινε στην κυριολεξία ο Επιτάφιος της Σαλαμίνας, θάβοντας κάθε προσπάθεια της Βαρωσιώτικης ομάδας για διάκριση στη φετινή χρονιά…» (όλα απ' το δίχτυ)

  7. (για τις σημασίες 6 & 7) Βλ. μήδια (ό,τι πιο κοντινό βρήκα στο δίχτυ)

  8. (σημασία 8) «…Σε τι ωφελεί λοιπόν αυτός ο επιτάφιος; (αναφέρεται σε άριστα περιφρουρούμενη πορεία) Να θυμόμαστε πως ίσως κάποια μέρα έρθει η ανάσταση; Να τιμούμε το σώμα των εργατών που κρεμάστηκε με τα καρφιά του μνημονίου; Να κουβαλάμε για λίγο στο σταυρό όλοι μαζί όπως κάνουν σε κάποιες χώρες στη θρησκευτική ιεροτελεστία της σταύρωσης για να εκστασιαζόμαστε (μη πω καμιά άλλη λέξη) ένα τέταρτο και μετά πάλι τα κεφάλια μέσα;…» (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουράστηκα, τα παράτησα, δεν θέλω να ασχοληθώ άλλο.

H φράση μπορεί να φανερώνει κούραση και απελπισία λόγω εργασίας ή μιας καλής αλλά ανθυγιεινής διασκέδασης. Παρόμοιες φράσεις είναι και οι:

Το εμφανές νόημα της φράσης είναι ότι έχω πεθάνει-είμαι νεκρός-τα έχω τινάξει τα πέταλα, οπότε το να συνεχίσω να μπλέκομαι στην οποιαδήποτε ασχολία είναι πια φύσει αδύνατο. Είναι ουσιαστικά το κύκνειο άσμα μιας δραστηριότητας που μπορεί να μας αφήνει πικρή (βλ. παρ.1) ή και, κάποιες φορές, γλυκιά γεύση (βλ. παρ.2).

  1. - Εντάξει μαλάκα, αυτήν την αναφορά δεν προλαβαίνω να την τελειώσω μέχρι αύριο.
    - Σιγά την δουλειά ρε ποντίκι!
    - Ε τότε κάν' την εσύ!
    - Εγώ; Τι λες ρε ψαρά; αναφορά; ο παλιός;
    - Δεν κάνω τίποτα και στ' αρχίδια μου, από το πρωί τρέχω. Έχω παραδώσει πνεύμα...

2.- Κώστα, κοίτα τον Μιχάλη.
- Μα καλά, πόσο ήπιε;
- Μια θάλασσα.
- Μιχαάληηηη! Μιχαλαάκηηηη!
- Κουνιέται;
- Μπα. Παρέδωσε πνεύμα. Καλό το πιώμα, αλλά να τον δω με τι κεφάλι θα ξυπνήσει αύριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έκφραση η οποία ανήκει εις την γλωσσική οικογένεια των καλιαρντών και η οποία ακολουθεί τη γενικότερη γλωσσοπλαστική κατεύθυνση του εν λόγω λεξιλογίου. Κατ' ουσία η έκφραση αυτή αποτελεί κατάρα που συνήθως αποδίδεται σε νεαρές κορασίδες, αλλά και σε άτομα του ετέρου φύλου σημαίνοντας την αδυναμία κατάκτησης κάποιου στόχου, την αδυναμία ευρέσεως κάποιου ποθητού αντικειμένου.

Πέραν της μεταφορικής χρήσεως της, η έκφραση χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά σε περίπτωση που κάποια ψωνισμένη (προφανώς, αλλιώς δεν εξηγείται) γκόμενα μας δώσει πασαπόρτι και εμείς με επιδεικτικό τρόπο τις μεταφέρουμε τις ευχές μας με αυτόν τον ευχάριστο γλωσσικό τρόπο.

Ενίοτε συνοδεύεται από κάποιον επιθετικό προσδιορισμό αρνητικής σημασίας, το οποίο δίνει μεγαλύτερη ένταση στη κατάρα.

  1. -Έλα ρε ψηλέ κάνε μου τη χάρη και φτιάξε το pc. -Ρε δικέ μου σου λέω δεν έχω χρόνο ούτε να ρελιάρω. -Που να ζητάς ψωλή και να μη βρίσκεις ούτε δάχτυλο μαλάκα ψηλέ!

  2. -Ρε μωρό γιατί μου ζητάς να χωρίσουμε, μόλις που γνωριστήκαμε, δε με ξέρεις καθόλου για να μου λες ότι δε σου αξίζω. -Είπα Τ Ε Λ Ε Ι Ω Σ Α Μ Ε! -Που να ζητάς ψωλή και να μη βρίσκεις ούτε δάχτυλο παλιομαλάκω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδοκαλιαρντὴ πεζοτραγουδικὴ ἔκφρασι, ποὺ σημαίνει ὅτι μᾶς ἔχουνε ρημάξει στὶς ὑποσχέσεις (συμπεριλαμβανομένων ὑπονοουμένων), ὅτι θὰ γαμήσουμε, ἀλλὰ τίποτε δὲν γίνεται. Ἡ ἄλλη πλευρὰ τὸ πάει ὅλο «γύρω-γύρω νἄρχεται, καὶ μέσα νὰ μὴ μπαίνῃ».

Δὲν τὴν ἄκουσα ποτὲ σὲ γνήσιο καλιαρντὸ πλαίσιο, μόνο ἀπὸ ἡμιμαθεῖς μικροαστοὺς ψευδομπενάβοντες.

Γλωσσάριο

Ἀβέλω: γενικὸ ρῆμα τῆς καλιαρντῆς, περὶπου ὅπως τὸ get τῆς ἀγγλικῆς, καὶ βάλε.
Κουραβέλω: γαμάω
νάκα: τίποτε

*Assist: popaoua από ΔΠ*

Ὅλο ἄβελε κουράβελε, καὶ κουραβέλα νάκα μᾶς τὸ πᾶνε τὰ κορίτσια. Μπάς καὶ μᾶς κοζάρανε γιὰ βοσκούς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή έκφραση της καλιαρντής, που έχει περάσει και στην κλασική αργκό (αφού είναι συγκοινωνούντα δοχεία), για την άσχημη ή φτωχιά ή γριά (ή και τα τρία) χαρμανιασμένη αδερφή, που δεν κατορθώνει να ψήσει για κλαρίνο, ούτε αυτούς που γλίτωσαν απο το Νταχάου.

(Στο πάρκο):

– Φίλε, με συγχωρείς τι ώρα έχεις;
– Δυο και δέκα.
– Κάπου σ' έχω ξαναδεί. Πώς σε λένε;
– Κωστή.
– Από 'δω είσαι;
– Όχι, απ' το Βόλο.
– Ωραίος ο Βόλος, έχω πάει τρείς φορές. Να έρθω να κάτσω εκεί, να τα πούμε;
– Και δεν έρχεσαι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
– Ωραίααα. Στην Αθήνα πού μένεις;
– Σ' ένα ξάδερφό μου.
– Φοιτητής είσαι;
– Ναι.
– Έχεις φιλενάδα;
– Όχι.
– Θές να κάνω τίποτα εγώ;
– Ά εκεί το πας; – Μόνο του πάει...
– Βρε ίσα μωρή καημόπουτσα, που πα' να με διπλαρώσεις! Εμένα βρήκες; Φύγε τώρα με το κεφάλι γερό, γιατί θα το πάρεις στα χέρια! Τ' άκουσες;
– Καλά-καλά, φεύγω! Άει στο διάολο τσογλάνι, που 'χασα την ώρα μου μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified