Το πολύ κρύο. Παραλλαγή της λέξης ψοφόκρυο.
- Πώς ήταν ο καιρός στην Αυστρία τα Χριστούγεννα;
- Ψωλόκρυο, φίλε... Μέσα μείναμε...
Το πολύ κρύο. Παραλλαγή της λέξης ψοφόκρυο.
- Πώς ήταν ο καιρός στην Αυστρία τα Χριστούγεννα;
- Ψωλόκρυο, φίλε... Μέσα μείναμε...
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει την νεροποντή, την πολύ δυνατή βροχή. Η έκφραση έχει την εξήγησή της στην οφθαλμαπάτη που κάνει τις σταγόνες βροχές να εμφανίζονται ως μακριές κάθετες υδάτινες ράβδους, αντί του ορθού σχήματος πεπλατυσμένης σταγόνας. Η απάτη αυτή οφείλεται στο μετείκασμα, το οποίο είναι η ανικανότητα του ματιού να παρακολουθήσει άμεσα τις αλλαγές που συμβαίνουν στον αμφιβληστροειδή χιτώνα. Στην ίδια οφθαλμαπάτη οφείλουμε και την ύπαρξη του κινηματογράφου.
Επειδή, λοιπόν, η κάθε σταγόνα βροχής ακολουθεί κατακόρυφη πορεία και το μάτι δεν μπορεί να ακολουθήσει «κατά πόδας» την τροχιά της σταγόνας, εμφανίζεται μια ενιαία «εικόνα» κατά μήκος της τροχιάς αυτής δίνοντας την αίσθηση ότι η σταγόνα έχει ραβδοειδές κατακόρυφο σχήμα, ενώ αυτό δεν συμβαίνει, όπως είπαμε και παραπάνω.
Ανάλογα με την ένταση της καταιγίδας μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και διαβαθμίσεις λέγοντας «ρίχνει καρέκλες», ή «ρίχνει μπουγαδοκόφινα» κλπ. Ειδικά για τις χιονονιφάδες συνηθίζεται και η έκφραση «ρίχνει πατσαβούρες».
-Πάμε Όλυμπο το Σαββατοκύριακο;
-Τι λες, ρε μαλάκα, δεν άκουσες τον Αρναούτογλου; Είπε ότι όλο το τριήμερο θα ρίχνει καρέκλες.
Πω, ρε συ, τι γίνεται έξω; Καρεκλοπόδαρα ρίχνει!
Ο BuBis μπαρκάρισε χθες, αλλά δεν μπορέσουμε να του κουνήσουμε το μαντήλι· έριχνε καρεκλοπόδαρα.
Got a better definition? Add it!
Κρυώνω.
Ρε σεις δεν πάμε να κάτσουμε μέσα, την έχω δαγκώσει εδώ έξω!
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο.
Got a better definition? Add it!
Τρέμω από το κρύο. Πιθανή προέλευση από τη λέξη Τάρταρα, που ήταν ο λεγόμενος Κάτω Κόσμος κατά την αρχαιότητα. Σε αντίθεση με τη σύγχρονη Κόλαση του Δάντη, τα Τάρταρα ήταν ο χώρος που πέθαινες από το κρύο, παρά καιγόσουνα από τις φλόγες.
Τι να πω κι εγώ η κακομοίρα που γενικά είμαι πολύ κρυουλιάρα το χειμώνα -με τα πιο μικρά κρύα- και πολύ ζεστουλιάρα το καλοκαίρι και υποφέρω πραγματικά; και καλά, το καλο καίρι ανοίγεις κλιματιστικό και κάπως παλεύεται η κατάσταση, το χειμώνα όμως; Ακόμη στο γραφείο δεν έχουν ανάψει τα καλοριφέρ, το γραφείο μου είναι 2Χ2 και το χειρότερο είναι ότι είμαι μαζί με έναν συνάδελφο που δεν κρυώνει με τίποτα και δεν θέλει να ανάψουμε κλιματιστικό γιατί ζεσταίνεται!!!και κάθεται και με το πουκαμισάκι όλη τη μέρα, ενώ εγώ φοράω πουλοβεράκι και από πάνω την καπίτσα μου και πάλι τουρτουρίζω..........τι να πω......
Μετά από 1 τσιγάρο και κάμποσες φωτογραφίες, είμαι Θησείο. Κι εκεί, τα ίδια. Κρίμα. Πέρυσι, η πόλη είχε μια δοξαστική ομορφιά. Φέτος, τίποτα. Έχω αρχίσει να τουρτουρίζω... Θέλω να ζεσταθώ.
Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τσάφι, τσόκρυο, ψόφος, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!
Πολύ κρύο. Τόσο που ψοφάνε τα πάντα.
Βγήκα χτες και το μετάνιωσα. Ψόφος κακός σου λέω.
Δες και ψόφος στο cySlang.com. Κι άλλα για πολύ κρύο: γίνομαι αρχαίος, δάγκωσα τ' αρχίδια μου, δάγκωσα το καβλί μου, δαγκώσει, τον / την έχω, κάνει κρύο, καιρός για τρίο, Λος Ψόφος, μπιλοζίρια, ξυλιάζω, πουτσόκρυο, τα αρχίδια μου έχουν γίνει φακές, τουρτουρίζω, τσάφι, τσόκρυο, ψωλόκρυο
Got a better definition? Add it!