Ο πολύ τεμπέλης. Το «tempelhane» στα τουρκικά είναι το χάνι, το σπίτι των τεμπέληδων, οπότε συνεκδοχικά ο μεγάλος τεμπέλης.
- Στρώσου στην δουλειά ρε τεμπελχανά, που όλη μέρα ανεβάζεις λήμματα!
Ο πολύ τεμπέλης. Το «tempelhane» στα τουρκικά είναι το χάνι, το σπίτι των τεμπέληδων, οπότε συνεκδοχικά ο μεγάλος τεμπέλης.
- Στρώσου στην δουλειά ρε τεμπελχανά, που όλη μέρα ανεβάζεις λήμματα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ιταλικής προελεύσεως (subito) και σημαίνει ξαφνικός, που δεν τον περιμένεις.
Ο σούμπιντος συνήθως εμφανίζεται στην πιο ακατάλληλη στιγμή. *Πας να λουφάρεις για να γλυτώσεις το καθάρισμα της αποθήκης στο γραφείο και τσουπ! σούμπιντος ο διευθυντής βρίσκεται μπροστά σου! *Έχεις ψαρέψει μια χαζογκόμενα και την πας για ποτό και ό,τι άλλο προκύψει, πίνεις το ποτό σου και τσουπ! εμφανίζεται σούμπιντος ο δικός της, τον οποίο έχει ξεχάσει ν' αναφέρει σε σένα! *Πυροβολάς ελεύθερα γιατί ξέρεις ότι η γκόμενά σου παίρνει αντισυλληπτικά και, πριν προλάβεις να πάρεις μια ανάσα, σούμπιντη η δικιά σου πετάγεται και σε βάζει να τρέξεις να βρεις φαρμακείο γιατί σήμερα το ξέχασε!
Πήγα να την κάνω κοπάνα από την ώρα της ιστορίας και την στιγμή που βρισκόμουν στην πόρτα εμφανίστηκε σούμπιντη η φιλόλογος.
Got a better definition? Add it!
Το «μετερίζι», λέξη που πέρασε στη γλώσσα μας από τα τουρκικά, αλλά με ρίζα στα φαρσί [φαρσ. meteris, -iz], περιγράφει τη θέση μάχης που λαμβάνεται με προφύλαξη από τα πυρά του εχθρού σε κάποιο σταθερό σημείο.
Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ορκισμένο αγώνα κάποιου, για σκοπό τον οποίο θεωρεί ιερό.
Κατα την περίοδο 1990-91 ο εν λόγω τότε βουλευτής εκλήθη να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία. Τότε λοιπόν το σώμα ψήφισε νόμο για την συγκεκριμένη περίπτωση, έτσι ώστε να υπηρετήσει μονάχα 6 μήνες. Η ατάκα -ιστορική από τότε- που βγήκε από το στόμα του νεαρού βουλευτή Βουλγαράκη ήταν: «εγώ υπηρετώ από άλλο μετερίζι»
Λάρισα: 2.000 τρακτέρ στο μετερίζι της Νίκαιας
Στη Νίκαια Λάρισας και στον Προμαχώνα Σερρών χτυπά από χθες η «καρδιά» αυτής της αγροτικής κινητοποίησης. Είναι τα μόνα πλέον μεγάλα μπλόκα, στα οποία έχουν σπεύσει και τα τρακτέρ από άλλα μπλόκα που έχουν διαλυθεί. Τον αγώνα συνεχίζουν και οι Κρητικοί αγρότες, που σκοπεύουν να έρθουν στην Αθήνα και να πολιορκήσουν το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης.
Got a better definition? Add it!
Η πτώχευση, η χρεωκοπία.
Λέξη δάνειο από τα ιταλικά [ιταλ. fallimento].
Ευρέως χρησιμοποιείται και ο εξελληνισμένος ρηματικός τύπος «φαλιρίζω».
«Η Destinator απ' όσο έμαθα από άτομα που ασχολούνται με τον χώρο βάρεσε φαλιμέντο και τελικά εξαγοράστηκε από κάποια άλλη εταιρεία. Δεν ξέρω τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στα προϊόντα της, πάντως καλό αποκλείεται να είναι -αφού σε αυτές τις περιπτώσεις, των εξαγορών έπεται μια περίοδος »εγκλιματισμού« των νέων κατόχων.»
Got a better definition? Add it!
Το «φιτίλι» είναι θρυαλλίδα πυροδότησης όπλου ή εκρηκτικής ύλης. Ετυμολογείται από το τουρκικό «fitil», απ' το αραβικό «fatil», αλλά κι απ' το αρχαίο ελληνικό «πτίλον», που σημαίνει «φτερό, πούπουλο». Ίσως είναι και τα δύο σωστά και υπήρξε αλληλεπίδραση.
Οπότε η έκφραση σημαίνει: τόσο γρήγορα, όσο ανάβει μια φιτιλιά, όσο εκπυρσοκροτεί ένα όπλο, όσο γίνεται ένα μπαμ.
-Πότε είναι η διορία κύριε Αφεντουλέσκου;
-Χτες! Το θέλω στο πιτς-φιτίλι!
(-Γαμώ το Βουκουρέστι σου, γαμώ!).
Βλ. και σχετικά λήμματα τσακ-μπαμ, καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σούμπιτος, σφαιράδην
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Θεωρώ πιο σωστή τη γραφή «κομσί κομσά», γιατί έρχεται πιο κοντά στην προφορά της γαλλικής απ' όπου και προέρχεται. Ελληνικά αποδίδεται με το «έτσι κι έτσι». Έκφραση που χρησιμοποιείται από άτομα που θέλουν να ξεφύγουν από τα κλασσικές αγγλικούρες και θέλουν να δείξουν κάτι πιο εκλεπτυσμένο πιο φίνο στον προφορικό λόγο.
- Πώς πήγε το ίντερβιου για την δουλειά;
- Κομψί κομψά... θα δείξει... περιμένω απάντηση σε τρεις μέρες.
Got a better definition? Add it!
Από το γαλλικό «comme ci, comme ca», σημαίνει «έτσι κι έτσι», αλλά σημαίνει σλανγκικώς και ότι πρέπει να είμαστε κομψοί, να έχουμε προσοχή, κατά το μπιουτιφούλ, beautiful.
- Πώς σου φαίνεται Μένιο αυτή η μπλούζα, δεν ταιριάζει που αφήνει να φαίνεται το τατουάζ μου;
- Κομψί κομψά...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξη από τα γαλλικά για τον παρωχημένο, τον ντεμοντέ, αυτόν που δεν είναι πια της μοδός.
Επίσης: ντεμόντας.
Μην ανοίξεις εξομολογητικό μπλογκ, είναι πολύ πασέ. Άνοιξε κάτι πιο εξειδικευμένο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ορισμός που δηλώνει την ποιότητα και την πυκνότητα ενός σώματος, αντικειμένου ή υλικού.
Got a better definition? Add it!
Όπως το βρωμαντικός. Οι κυρίες της εποχής διαβάζανε ρομάντσα, αλλά η Ελλάδα ήταν (είναι) μες στην βρώμα. Σάτιρα της αστικής ελληνικής κοινωνίας.
- Φοβερό βρωμάντσο αυτό με τον Γκλέτσο! Με συγκίνησε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified