Ο άνθρωπος που βρίσκεται σε κατάσταση μέθης.

  1. - Έγινα ντίρλα απ' τα μπυρόνια χθες βράδυ.

  2. - Ντίρλα οι Άγγλοι!

  3. - Με πήρε στις τρεις τα μεσάνυχτα -ντίρλα ο παπάρας- και μου κλαιγότανε για την δικιά του.

(από panos1962, 13/11/09)(από poniroskylo, 04/03/11)

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά μεθυσμένος.

- Τι να σου πω ρε 'συ; Τίποτα δεν θυμάμαι από χτες το βράδυ. Κατά τις 2 είχα γίνει κωλοτρυπίδι. Π;vς κατέληξα γυμνός στο ψαροκάικο και να με παίρνει το ρεύμα στα ανοιχτά, ούτε που ξέρω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαρχαιωμένος χαρακτηρισμός του πρεζάκια. Αυτός που «πίνει» λάβδανο, παραμύθα, ζουζού κ.ά. Σήμερα έχει λίγο πολύ περιπέσει σε αχρησία.

- Τζάσε τον λαβδανάκια από τη μέση γιατί κάνει στα χάπατα τη ζωή πατίνι!! (έκφραση των πρεζάκηδων)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο/η ψυχολογικά διαταραγμένος /-η . Αυτός που γυαλίζει το μάτι του. Ο ελαφρά παρανοϊκός που όμως δεν μπορεί (ή δεν ενδιαφέρεται) πλέον να το κρύψει: πετάει ξεκάρφωτα, μιλάει χωρίς νόημα, κοιτάει επίμονα το κενό ή τα μάτια των άλλων χωρίς εμφανή λόγο. Ενδεχομένως αυτή η απόκλισή του από το φυσιολογικό να είναι αποτέλεσμα χρόνιας λήψης ναρκωτικών.

Χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός του ουδέτερου («πειραγμένα») για πραγματικές καταστάσεις που αγγίζουν τα όρια του σουρεάλ ή για μορφή τέχνης που εμφανώς μεταδίδει την γνώριμη εκείνη αίσθηση για την ψυχική υγεία του δημιουργού της.

- Είδες cinema το καινούριο του Λίντς;
- Ποιο ρε λακαμά; Αυτά είναι πειραγμένα!

Οι ψυχικές νόσοι προσβάλλουν το 4% του γενικού πληθυσμού. Εκτός από αυτούς κυκλοφορούν και οι πειραγμένοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθυσμένος.

Χτες πάλι σηκωτό τον έβγαλαν τον Μήτσο απο το μπαρ. Είχε γίνει σκνίπα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μεθυσμένος.

Όταν τα χάλασα με την Άννα, καθε βράδυ ήμουν στα μπαρ και γινόμουν πίτα. Μου κόστισε πολύ αυτός ο χωρισμός.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μεθυσμένος.

Πήγα τις προάλλες στο μπάρ με τον Σταύρο, αλλά δεν το σηκώνει το ποτό ο καημένος. Στα 3 ποτήρια είχε γίνει στουπί.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άνθρωπος που καπνίζει υπερβολικά πολύ.

Μου είπε ο γιατρός πως πρέπει να σταματήσω να καπνίζω σα φουγάρο και να ξεκινήσω γυμναστική αν θέλω να βελτιώσω τη φυσική μου κατάσταση.

Βλ. και Τούρκος, τσιμινιέρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Όπως και το φουγάρο δείχνει το άτομο που καπνίζει παρα πολύ.

Δεν τον αντέχω τον καινούργιο συνάδελφο στο γραφείο. Καπνίζει σαν τσιμινιέρα και μυρίζει όλος ο χώρος.

(από Galadriel, 07/03/09)

Βλ. και Τούρκος.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Συνθηματικό για τα υπνωτικά χάπια hypnostedon, χρησιμοποιούμενο από λάτρεις του σπορ.

  2. Τεμπελχανάς, πολύ αργός τύπος.

  1. - Πήγα Ομόνοια και πήρα 5 ύπνους.
    - Ωραίοος.

  2. - Άντε ρε ύπνε φέρε αυτές τις κούτες να τελειώνουμε, μια ώρα κάθεσαι και τις κοιτάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified