Further tags

Έχω οργασμό.

Μπράβο. Συγχαρητήρια. Το ζήτημα είναι τί οργασμό έχεις. Διότι υπάρχουν πολλά είδη. Ιδού μια μικρή επιλογή από το Διαδίκτυο.

  1. Ο θετικός: "Ναι ... Ναι ... Ναι ..."
  2. Ο αρνητικός: "Όχι ... όχι ... όχι ..."
  3. Ο αντιφατικός: "Ναι ... Ναι ... Όχι ... Όχι ... Ναι ... Όχι ... Ναι ..."
  4. Ο ερωτηματικός: "Τί σου κάνω, μάνα μου; Τί σου κάνω; Τί σου κάνω;"
  5. Ο χριστιανικός: "Παναγιά μου! Παναγιά μου! Παναγιά μου!"
  6. Ο οθωμανικός: "Αμάν ... Αμάν ... Αμάν ..."
  7. Ο ανεξίθρησκος: "Αμάν Παναγιά μ' ... Αμάν Παναγιά μ' ... Αμαν Παναγιά μ' ..."
  8. Ο τουριστικός: "Oh my God! Oh my God! Oh my God!"
  9. Ο χρόνου προσδιοριστικός: "Τώρα ... τώρα ... τώρα ..."
  10. Ο τόπου προσδιοριστικός: "Εκεί ... Εκεί ... Εκεί ..."
  11. Ο τρόπου προσδιοριστικός: "Έτσι ... έτσι ... έτσι ..."
  12. Το Ολυμπιακό ιδεώδες: "Πιο βαθιά ... πιο δυνατά ... πιο γρήγορα ..."
  13. Ο βωβός: " ... "
  14. Ο βουκολικός: "Αχ Μήτρου μ'! Αχ Μήτρου μ'! Αχ Μήτρου μ'!"
  15. Ο οργασμός της αγελάδας: "Μμμμ ... Μμμμ ... Μμμμ ..."
  16. Ο απαιτητικός: "Κι άλλο! Κι άλλο! Κι άλλο!"
  17. Ο διεισδυτικός: "Πιο μέσα! Πιο μέσα! Πιο μέσα!"
  18. Ο κοπτοραπτικός: "Σκίσε με! Σκίσε με! Σκίσε με!"
  19. Ο οδυνηρός: "Ωχ! Ωχ! Ωχ!"
  20. Ο ιαματικός: "Πάρτα μωρή άρρωστη"
  21. Ο περιγραφικός: "Χύνω! Χύνω! Χύνω!"
  22. Ο διακριτικός: "Τελείωσες, μωρό μου;"
  23. Ο απολογητικός: "Γκννν ... ωχ ... σόρυ, σόρυ ρε γαμώτο"
  24. Ο δολοφονικός: "Έτσι και τελειώσεις μέσα, σε σκότωσα"

Βλέπε άνωθι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα. Από το χύσι + αμολάω.

Εκεί που παρακολουθούσαμε με αγωνία τον Πήτερ Νορθ να εκτοξεύει τα χυσαμόλια του στο υπερπέραν, άνοιξε η πόρτα και μπήκαν οι γονείς μου που είχαν γυρίσει νωρίτερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σαν υπονοούμενο για τα οπίσθια κυρίως των γυναικών. Ορίζει παράλληλα ότι τα οπίσθια έχουν τέλειο σχήμα και στέκονται σαφώς «ψηλά».

Δύο φίλοι περπατώντας στον δρόμο έχουν μπροστά τους μια όμορφη κυρία. Σχολιάζοντας τα οπίσθιά της λένε:
- Τι κάπούλια είναι αυτά αδελφέ μου ...
- Σαν αλόγου κούρσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την έκφραση «κούκου» την χρησιμοποιούμε για να προσδιορίσουμε την ικανότητα, ή μη, στύσης ενός άντρα... Συνήθως την χρησιμοποιούμε με την αρνητική της έννοια...

- Άσε, ο Νίκος έχει πρόβλημα. Δεν του κάνει «κούκου» τώρα τελευταία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενδεχομένως η χρήση του εν λόγω αντικειμένου για να περιγράψει το ανδρικό γεννητικό όργανο (το γνωστό καβλί) να είναι προγενέστερη της καλτ ταινίας του Γκουζγκούνη, «Το Παλαμάρι του Βαρκάρη», αλλά εκτιμώ ότι ως φόρο τιμής στον μεγάλο αυτό υπηρέτη της έβδομης τέχνης, πρέπει η πατρότητα του όρου να του δοθεί.

Το παλαμάρι γενικώς είναι μεγάλο και χοντρό οπότε καλό είναι η χρήση να γίνεται με μέτρο, όχι μικροί μεγάλοι στο καφενείο.

- Σιγά μη σου κάτσω. Ας γελάσω δυνατά. Χα χα χα.
- Άμα πετάξω έξω το παλαμάρι μανίτσα μου, τότε να δω αν θα γελάς.
- Τσου ρε Λάκη, φοβηθήκαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία που χρησιμοποιούμε ειρωνικά για μία καθώς πρέπει κοπέλα που στην πραγματικότητα είναι ελευθέρων ηθών. Ενώ είναι παρθένα και όλοι το γνωρίζουν, αυτή βρίσκει τρόπους να κάνει σεξ από διαφορετικές οδούς, εξού και το τραγούδι "τι κι αν έχω περίοδο, γνωρίζω κι άλλη δίοδο", γνωστής λαϊκής καλλιτέχνιδος.

- Ρε κρατάς μυστικά; Χτες το έκανα με τη Ρένα... Τι να λέμε, παρθενάκι και πρώτη της φορά.. λεπτό το ζήτημα, καταλαβαίνεις τώρα...
- Με την ποια; Τη Ρένα που είναι απο μπρος παρθένα και απο πίσω μπαίνουν τρένα; Χαχαχα μπράβο ρε επιβήτορα παρθενοκυνηγέ, χαχαχα
- Ε άντε και γαμήσου ρε Φρίξο...

Για το λόγου το αληθές! (από panos1962, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάτησε. Κεράτωσε.

Για κάποιο λόγο, λέγεται με αυξημένη δόση χαιρεκακίας.

Συγγενή λήμματα: κερατάς, κέρατο

- Ωραίο ζευγάρι ο Ντίμης και η Ντενίζ ...
- Αααχ, ματάκια μου ... κι αν ήξερες ... τάρανδο τον έχει κάνει ... δεν χωράει να περάσει απ' την πόρτα ... αλλά έτσι είναι αυτές οι ξένες, δεν έχουν τσίπα ...

(από Khan, 22/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπανιότερα χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το ανδρικό μόριο.

- Άμα δει το κρέας μου να δεις για πότε θα της πέσουν οι αναστολές και το υφάκι!
- Σιγά ρε πουτσαρά!

Στο 0.25 (από Khan, 17/03/14)

Και πουτσοκρέας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χύνω στα μούτρα.

Προφανής παραπομπή στην αγιαστούρα με την οποίαν οι παπάδες ραντίζουν και ευλογούν το εκκλησίασμα.

Σχετικά λήμματα: την έβγαλα ασπροπρόσωπη, τον έδωσα λουκάνικο

- Μα μου, δεν ξέρω, δεν κάνω ... πάρ' τα μωρή άρρωστη, της λέω ... και την ευλόγησα κανονικά ... αφού, μανίτσα μου, της λέω μετά, το ξέρεις ότι οι πρωτεΐνες κάνουν καλό στο δέρμα ... σα μάσκα προσώπου είναι ... μόνο πιο υγιεινό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός χαρακτηρισμός για τις πολύ επιδέξιες πεολ(ε)ιχούδες. Η έκφραση προήλθε από την εποχή κατά την οποία (ξανα)ήταν της μοδόςένα συγκεκριμένο γυναικείο αξεσουάρ (βλ. εικόνα), αγαπητό στις hard core γκόμενες, το οποίο παραπέμπει στην μαύρη ζώνη στο καράτε.

- Ααααχ..
- Τι έγινε ρε παιδί μου;
- Αυτή η Νταίζη...
- Ε, καλά τώρα, άμα σου έλεγα ότι το κορίτσι έχει μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν...
- Ααααχ!

(από ironick, 04/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified