Further tags

Ο μικρός, το μικρό. Το λέμε για να υποβιβάσουμε κάποιον.

- Κοίτα να δεις που μας την λέει το τσουτσέκι και ακόμα δεν βγήκε από το αυγό του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σχεδόν-παντελώς ηλίθιος, αυτός που δεν παίρνει από λόγια.

- Καλά, είσαι εντελώς βλήμα ναουμ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εντελώς-παντελώς ηλίθιος! Ο απόλυτα εγκεφαλικά νεκρός.

- Την κάνουμε;
- Καλά, είσαι ντιπ στόκος μιλάμε! Τώρα που γεμίζει το μαγαζί ρε;

Βλ. και... παράγωγα: ελ στοκαδόρ, στοκαμπίλιτι, Στόκεμον, καθώς και μπετόβεργα, γκασμάς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αυνανίζεται. Πλέον, στατιστικώς αποδεδειγμένα, η λέξη που χρησιμοποιείται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στο λεξιλόγιο κάθε Έλληνα που σέβεται τον εαυτό του. Ανάλογα με τα συμφραζόμενα έχει και αρνητική χροιά αλλά κυρίως χρησιμοποιείται ως φιλική προσφώνηση.

Πού είσαι ρε μαλάκα!! Τρεις μήνες έχω να σε δω... Μου έλειψες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γκόμενα, το μπάζο.

- Αφού σε γουστάρει γιατί δεν της την πέφτεις; - Σιγά μην την πέσω στην πατσαβούρα.

(από Khan, 16/10/14)

Βλέπε και σαβούρα, κάμπια, πατσόλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που δεν ξέρει τίποτα, το κούτσουρο.

- 124 ευρώ διά 10 άτομα;
- ...
- Πες ρε μαλάκα, αφού είμαι σκράπας στα μαθηματικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δειλός άνθρωπος.

  1. - Ααα ρε κότα λυράτη...

  2. - Θα έρθεις ρε μαλάκα να μιλήσουμε στις γκόμενες, ή θα κάνεις πάλι την κότα;

  3. - Τι μιλάς ρε κότα;

μάγκας ή κότα ; (από xalikoutis, 23/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απατημένος σύζυγος - σύμφωνα με κάποια ξεχασμένη λαϊκή δοξασία οι απατημένοι σύζυγοι έβγαζαν κέρατα φαίνεται (!).

- Τον κεράτωσες τον άνθρωπο μωρή;
- Aυτός δεν είναι άνθρωπος ρε Λέλα, είναι χιονάνθρωπος...

Η γυναίκα μου λείπει ταξίδι για δουλειές. (από Galadriel, 07/06/11)(από Khan, 08/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κλαπαρχίδης.

Αυτός που (συνήθως λόγω ηλικίας) έχουν κρεμάσει τ' αρχίδια του, με αποτέλεσμα, όταν περπατάει γυμνός να χτυπάνε παλαμάκια!

Μεταφορικά, ο ανίκανος (όχι μόνο σεξουαλικά), ο άχρηστος.

-Τι να μας πει μωρέ ο κλαπαρχίδας, σάμπως μπορούσε να κάνει κάτι;

Δες και κλαπανάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απατεώνας, ο κομπιναδόρος. Η λέξη πιθανολογείται ότι προέρχεται από την ισπανική έκφραση «la moya» που σημαίνει «η τάδε».

Τράβα να κάνεις δουλειά με τα λαμόγια και μετά έλα να μου κλαφτείς που σε δαγκώσανε. Θα φας κάτι κλωτσές.....

(από GATZMAN, 03/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified