Σαχλή εκφρασούλα των ογδόνταζ νομίζω, πάντοτε παρενθετική και εκφερόμενη «με νόημα», που αρκετά καλά βαστεί ακόμα.

Τη λέμε όταν υπονοείται κάποιο πρόσωπο στο κουτσομπολιό μας, αλλά δεν το λέμε ευθέως, μη βρούμε και τον μπελά μας δηλαδή... Κλασική υπεκφυγή-ελληνικούρα νομίζω, που έχει τις ρίζες της στην εμμονή του έθνους για τα ονόματα, τα τζάκια, την οικογένεια κλπ (και στο σχετικό θάψιμο).

Περίπου αντίστοιχα είναι τα «Τό 'πα; Δεν τό 'πα!» (ή «είπα κάτι; δεν είπα!») ή το κλασικό μπιπ στην τηλεόραση.

  1. Ευτυχως που μεσα απο δηλωσεις του, σε εγκυρο-παντα-καναλι, προειδοποίησε, ο Φρανσουά, τον ελληνικό λαό, που μεταξυ μας, δεν πιανεται ευκολα...κοροϊδο και ξερει παντα το συμφερον του, οτι κάποιοι αλλοι ηγετες (ονοματα δε λεμε, οικογενειες δε θιγουμε!) Ευρωπαϊκών χωρών, μας την «έχουν στημένη»!

  2. ΑΥΤΑ ΝΑ ΤΑ ΒΛΕΠΟΥΝ εκείνοι που ούτε σε... ΙΕΚ Σερρών, όχι Αθήνας, δεν μπορούν να διδάξουν - ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε...

  3. Το φαινόμενο των πολιτευόμενων, ακόμη-ακόμη των πολιτευάμενων, δημοσιογράφων είναι θετικό. Πάντως πολύ θετικότερο από των πολιτευόμενων καθηγητών Πανεπιστημίου (ιδίως… συνταγματολόγων: ονόματα δεν λέμε οικογένειες δεν θίγουμε). Πάντως πολύ θετικότερο από των πολιτευόμενων δικηγόρων. Πάντως πολύ-πολύ θετικότερο από των πολιτευόμενων «γόνων πολιτικών οικογενειών» - είτε πρόκειται για καλόπιστα προσπαθούντες, είτε για εντελώς ζντουπ.

  4. το σενάριο «παρέα-αγαπημένη-ψάχνει» λειτούργησε άψογα ως συνταγή επιτυχίας ανά τα έτη και αυτό είναι κάτι το οποίο δεν άφησαν ανεκμετάλλευτο ακόμα και έλληνες σεναριογράφοι –ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε.

  5. Χτες είδα μια ενδιαφέρουσα διαφήμιση στην τηλεόραση (ναι! υπάρχουν και τέτοιες!). Ήταν βέβαια πολύ ωραία, δεν ήταν όμως καθόλου κατατοπιστική... Αποφάσισα λοιπόν να καλέσω στο τηλεφωνικό κέντρο της εταιρείας (ονόματα δε λέμε, οικογένειες δε θίγουμε...) για περισσότερες πληροφορίες.

  6. Οι ταινίες με λυκανθρώπους έχουν για τα καλά επανέλθει στη μόδα μιας και μία πασίγνωστη σειρά ταινιών (ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε) έχει κατορθώσει να τις κάνει προσιτές ξανά στα νεανικά κοινά όπου και αποκλειστικά απευθύνεται.

όλα από το δίχτυ

βλ. και δε θα θίξουμε, απλά θα βήξουμε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ, μάξιμουμ, βία, στην χειρότερη περίπτωση.

Μου υποσχέθηκε ότι αύριο, βαριά μεθαύριο, θα έχει τελειώσει με το χτίσιμο της μάντρας.

Η βαριά ή βαριοπούλα (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 29/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οκ, είναι το κατάστημα, αλλά και γενικότερα λέμε έτσι οποιαδήποτε επιχείρηση, χώρο, κατάσταση, κύκλο κλπ. Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά και μάλλον υποτιμητικά. Εκτός αν χαριτολογούμε, αλλά πρέπει να το κάνουμε λιανά στον άλλον προς αποφυγή παρεξηγήσεων...

Όταν, δηλαδή, δώσουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό σε κάτι από τα προαναφερθέντα, σημαίνει ότι το εξισώνουμε με μια «μπακάλικη» επιχείρηση, δηλαδή σε κάτι στεγνά και στυγνά κερδοφόρο και επιχειρηματικό, χωρίς μεγάλες αξιώσεις. Η ειρωνεία έγκειται προφ στο ότι μέσα στο «μαγαζί» υπάρχει και καλά κάτι πολύτιμο, ενώ στην ουσία δεν παίζει κάτι τέτοιο.

Ως εκ τούτου προέκυψε και η έκφραση: ανοιχτά τα μαγαζιά

- Ρε φίλο, μη λες τέτοια, θα μας το κλείσεις ρε το μαγαζίιιι!

= θα μας κλείσεις το μαγαζί / την επιχείρηση (κυριολεκτικά)
= θα μας χαλάσεις την παρέα / την συνεννόηση
= θα κάνεις ζημιά στο σπίτι / την οικογένεια = θα μαγαρίσεις την ομάδα μας / τον σύλλογό μας / το μπλογκ μας

κλπκλπκλπκλπ, είναι απεριόριστη η χρήση του όρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζάπινγκ, για όσους αγνοούν παντελώς την αγγλική ή ντρέπονται να την προφέρουν σωστά ή τα αυτιά τους δεν κατάφεραν ποτέ να αποτυπώσουν έστω και μηχανικά τον ήχο της.

Υπάρχουν, ειπωμένες κατ' αυτόν τον τρόπο, πολλές λέξεις: πάρκι, κάμπι (με προφορά «κάbι»), μικιμάου, σελοτέι (ή ζελοτέι), κέκ (κέικ), κά. Ας αναφέρω και το κλασικό πια τσάμπιον ζλινγκ που είναι άσχετο, αλλά μού 'ρθε.

Χθες το βράδυ παιδεύτηκα πολύ να βρω πάρκι, και όταν μετά από 50' βρήκα θέση, βγαίνω έξω από το αυτοκίνητο και τι να δω, ένα σημείωμα κολλημένο με ζελοτέι που έλεγε κάτι για έργα του ΟΤΕ και κουραφέξαλα.

(από Galadriel, 16/02/09)(από Galadriel, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλή επιτυχία (στις εξετάσεις, στο καμάκι, οπουδήποτε). Η έκφραση παραπέμπει στην αξιοποίηση της προσπάθειας και μάλλον προέρχεται από την εποχή της Τουρκοκρατίας όπου η επιτυχία μετριόταν σε νεκρούς Τούρκους στη μονάδα του χρόνου και τα βόλια ήταν δυσεύρετα και επομένως έπρεπε να αξιοποιηθούν, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Οι εποχές αλλάζουν, οι στόχοι αλλάζουν, αλλά ο κοινός παρονομαστής είναι η επίτευξη της επιτυχίας.

- Πάω στο μπαράκι για να χτυπήσω κανα ξεκώλι.
- Καλό βόλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγραφή της οδού Ανθίμου Γαζή από κάποιον που αγνοεί πως πρόκειται για ένα μόνο άτομο. Παλιά ιστορία, η οποία ωστόσο συνεχίζεται επιτυχώς. Για παράδειγμα, υπάρχει και η οδός Καραγιώργη και Σερβίας, υπάρχουν και οι μουσικοί Μέντελσον και Μπαρτόλντυ, Ρίμσκυ και Κόρσακωφ, και ίσως άλλοι. Αυτό με κάνει να σκέφτομαι και άλλα άσχετα πράγματα, όπως την εμπνευσμένη μετάφραση (σε υποτιτλισμό ταινίας) "Η τράπεζα του ποταμού" (river's bank) ή "το κανόνι του Πάχελμπελ" (Pachelbel's canon) ή, ακόμα ακόμα (όπως λένε), ο Άγιος Πίτερσμπουργκ (Saint Petersburg). Το πρόβλημά μας βέβαια δεν είναι να κάνει κανείς τερατώδη λάθη. Το πρόβλημά μας είναι να κάνει τερατώδη λάθη ο οποιοσδήποτε 'δουλευτής' της γλώσσας (δημοσιογράφος, μεταφραστής, κλπ). Για να ξηγούμαστε.

- Πού θες να δώσουμε ραντεβού;
- Κέντρο, μωρέ...
- Κέντρο πού;
- Να, Ανθίμου και Γαζή γωνία.
- Οκ.

(από ironick, 13/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πήγαινε μια θέση πιο δίπλα ή κάνε λίγο χώρο, στριμώξου, μετακινήσου λίγο.

Για να γίνει αυτό, πρέπει να μετακινηθεί ο καθήμενος κατά έναν κώλο (ανεπίσημη μονάδα μέτρησης που ισούται με 50 εκατοστά κατά Μ/Ο, όσο δηλαδή ένα κάθισμα).

Με την έκφραση αυτή αναφερόμαστε στην μέθοδο και όχι στο αποτέλεσμα. Το λέμε κυρίως όταν ο καθήμενος είναι εξαιρετικά απρόθυμος να βοηθήσει την κατάσταση και κάνει τον γερμανό.

- Σαν πολλοί δεν μαζευτήκαμε; Πού θα κάτσουν οι γονείς σου τώρα;
- Ε κάνε έναν κώλο πιο πέρα και θα χωρέσουμε όλοι, άντε.

(από nick, 09/09/09)Σεσινεπά-50-εκατοστά! (από Vrastaman, 10/09/09)

βλ. και κώλος μέσα κώλος έξω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

WARNING: Λόγοι πληρότητας μας αναγκάζουν να περιλάβουμε στο παρόν λήμμα και λέξεις που δεν είναι καθαρά (ή και καθόλου) σλανγκ. ΔΙΑΒΑΖΕΤΕ ΤΟ ΛΗΜΜΑ ΜΕ ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΕΥΘΥΝΗ.

Η ευχή (του Θεού) και ο πούτσος είναι δύο σημεία που ορίζουν μία ευθεία. Η ευθεία αυτή αναπαριστά την κλίμακα ισχυρότητας μιας ομάδας εκφράσεων, που χρησιμοποιούνται σε δύο κύριες δέσμες συμφραζομένων: ως συνοδευτικά ερωτήσεων, π.χ. πού στην ευχή/πού στον πούτσο, και ως επιφωνηματικές εκφράσεις/λάιτ κατάρες.

Α. Συνοδευτικά ερωτήσεων:

Η κλίμακα από το λιγότερο προς το περισσότερο συναισθηματικά φορτισμένο έχει ως κάτωθι.

i. Πού στην ευχή, πού στο καλό.

ii. Πού στα κομμάτια.

iii. Πού στην οργή.

iv. Πού στον κόρακα, πού στο λύκο.

v. Πού στο διάβολο (διάολο/διάλο), πού διάβολο (διάολο/διάλο).

vi. Πού στον πούτσο.

Όλα τα ανωτέρω συνδυάζονται και με άλλες ερωτήσεις, όπως ποιος, τι, γιατί κλπ..

Β. Επιφωνηματικές εκφράσεις/Λάιτ κατάρες:

Λέμε «ά(ει) στην οργή, στο διάβολο» κλπ. έτσι γενικά, στον αέρα, για να εκφράσουμε είτε οργή είτε έκπληξη είτε και θαυμασμό. Επίσης τα λέμε προς συγκεκριμένο άνθρωπο, διαολοστέλνοντάς τον. Η κλίμακα συναισθηματικής φόρτισης είναι η ίδια, μόνο που ο πούτσος εδώ δε χρησιμοποιείται (αντίθετα από τη γενική του συνήθεια να χρησιμοποιείται παντού και πάντα).

Άμα βαριέστε τα σεντόνια, μπορείτε να σταματήσετε εδώ.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:

  1. Όλο αυτό το πλέγμα εκφράσεων έχει εξυφανθεί γύρω από μία κεντρική, την οργή: Πού στην οργή...; Εννοείται η οργή του Θεού.

Η ευχή, του Θεού πάλι, είναι ένας ευφημισμός για την οργή. Θέλω να σε στείλω στην οργή του Θεού, αλλά την τελευταία στιγμή συγκρατούμαι. (Κάνω να σε καταραστώ μα πάλι σε λυπούμαι, κατά το municipal song). Το ίδιο είναι και το καλό (πού στο καλό...;).

Ο διάβολος πάλι, είναι προορισμός ακόμη χειρότερος από την οργή του Θεού. Εδώ θέλω να σε καταραστώ και όχι μόνο δε συγκρατούμαι, αλλά υπερθεματίζω κιόλας.

Αλλά όχι, θα συγκρατηθώ. Λίγο όμως: άει στον κόρακα! Αυτή είναι μια έκφραση ευφημισμού για το άει στο διάολο, που την έλεγαν ήδη από την αρχαιότητα (προ Διαόλου δηλαδή!): ἔρρ' ἐς κόρακα. Το ίδιο περίπου είναι και ο λύκος, ο οποίος επιπλέον αντιπροσωπεύει και μία πραγματική απειλή, ως ζώο επικίνδυνο και, κατά περίπτωση, έως και ανθρωποφάγο.

Άλλοι, πιο άμεσα κατανοητοί ευφημισμοί για το διάβολο είναι ο διάτανος και ο διάδρομος (πού στο διάτανο, άει στο διάδρομο).

Τα τσακίδια, τα γκρεμίδια και τα κομμάτια είναι γενικώς ευφημισμοί, όχι αντί κάποιας συγκεκριμένα από τις υπόλοιπες εκφράσεις. Όμως τα μεν κομμάτια, ως υπαρκτή λέξη που δε σημαίνει τίποτε το κακό, είναι πολύ πιο ήπια από τα άλλα δύο, που έχουν μια βιαιότητα στη μορφή και την έννοιά τους.

Τα γαμίδια δεν μπορούμε βέβαια να τα πούμε ευφημισμό. Είναι επιτατικότερη, ακόμη πιο έντονη και βίαιη και εκφραστική, παραλλαγή των προηγούμενων. Συνεπώς, η ευθεία γραμμή που λέγαμε στην αρχή ότι εκφράζει την κλίμακα έντασης των εκφράσεων, ενώ ισχύει σε συγχρονικό επίπεδο, αν τη δούμε στη διαχρονία της (στο πώς γεννήθηκε η κάθε φράση) κάνει πολλά μπρος πίσω: το ένα είναι επιτατικό του άλλου, που είναι ευφημισμός του παράλλου, και πάει λέγοντας.

Τέλος, έχουμε τον πούτσο. Αυτός δεν κολλάει πουθενά. Οι λόγοι που έχει ενταχθεί κι αυτός στο πλέγμα είναι κατά τη γνώμη μου δύο: αφενός, η γενική τάση να τον βάζουμε παντού (ιδίως όσοι δεν τον βάζουμε αρκετά συχνά εκεί όπου κυρίως θα θέλαμε, οπότε ξεδίνουμε με τα λόγια). Και αφετέρου, μία παρανόηση που προκαλούν οι πολλοί ευφημισμοί: παλιά, όταν θέλανε να πούνε «διάβολος» και αντ' αυτού λέγανε κάτι άλλο, δεν το έκαναν επειδή η λέξη είναι άσεμνη αλλά πιο πολύ από ένα θρησκόληπτο/προληπτικό φόβο του ίδιου του διαβόλου. Όσο αυτές οι αντιλήψεις υποχωρούν, το «σόκιν» μετατοπίζεται από τα διαβολικά προς τα άσεμνα. Και τα κατεξοχήν άσεμνα είναι βέβαια τα σεξουαλικά. Δηλαδή ο άλλος θεώρησε ότι η λέξη που εννοείς αλλά δε λες θα πρέπει να είναι πολύ σόκιν, τουλάχιστον ένας πούτσος. Ή, αλλιώς, θέλησε να βρει κάτι πολύ βαρύ να πει, ο διάβολος όμως είχε αλαφρύνει από την εποχή των γιαγιάδων μας, οπότε τι είναι σήμερα βαρύ; ο πούτσος.

  1. Οι παραλλαγές της λέξης διάβολος, όσο πιο κοντά είναι στην κανονική της μορφή, τόσο πιο ήπιες είναι: πιο ήπιο είναι το πού διάβολο, πιο βαρύ το πού διάολο, ακόμη πιο βαρύ το πού διάλο. Δηλαδή, όπως γίνεται συνήθως, η κοινότερη λέξη φέρει μικρότερο συναισθηματικό φορτίο από τη σλανγκοπρεπέστερη.

Παραδόξως, το αντίθετο συμβαίνει με τη σύνταξη: η πλήρης σύνταξη πού στο διάβολο ακούγεται βαρύτερη από την ελλειπτική πού διάβολο. Ίσως επειδή οι περισσότερες λέξεις ακούγονται εμφατικότερες, ενώ οι λιγότερες περνάνε και λίγο απαρατήρητες.

  1. Αντί ποιος (στο) διά[β(ο)]λο λέμε και ποιος διά(β)ολος.

  2. Οι ερωτήσεις πού στην οργή κλπ. εκφράζουν, κατά την κλίμακα που τις βάλαμε, μία γκάμα συναισθημάτων από απλή απορία (τι στο καλό είναι αυτό;) έως οργή και αγανάκτηση (πού στον πούτσο είσαι τόσες μέρες;).

— Παρακαλώ πολύ, μήπως ξέρετε πού στον πούτσο είναι η οδός Αμασείας;
— Τρίτο στενό αριστερά.
— Ευχαριστώ πολύ, καλημέρα σας.
— Να πάτε στην ευχή του Θεού.

Δες και τι στον πούτσο;

Παράβαλε την σχετική έκφραση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσοχή, πρόκειται για εξαιρετικά επικίνδυνο σλανγκισμό νέας κοπής, με τάσεις ηγεμονίας και μονοκαλλιέργειας. Μιλάμε για την πληθωριστική χρήση του αρνητικού επιτατικού μορίου «καν» στη δοκιμασμένη του μορφή, πακέτο με το συμπλεκτικό σύνδεσμο «ούτε», ως «ούτε καν».

Από τον Τριανταφυλλίδη αντιγράφω τις σωστές χρήσεις και τις διανθίζω με παραδείγματα οικείου ήθους και ύφους:

καν [kán] : I. μόριο αρνητικό, επιτατικό, σε αποφατικές προτάσεις, συχνά ούτε ~, χωρίς ~, χωρίς ούτε ~: α. επιτείνει την αποφατική σημασία της πρότασης· καθόλου, διόλου: Υπάρχουν φίλε μου παράλληλα σύμπαντα στα οποία αναπνέουν μουνιά που ούτε καν τα φανταζόμαστε. β. δηλώνει ότι δεν ισχύει η πρόταση ή ο όρος της πρότασης που το υποκείμενο της πρότασης θεωρεί αυτονόητα, στοιχειώδη ή ελάχιστα δυνατά: Ούτε καν στο τραπέζι δεν προλάβαμε να κάτσουμε, πήγα εγώ να φέρω το κρασί, πήγε αυτή για χαρτοπετσέπετες, ε, είναι και στενή η κουζίνα, με τα σουρταφέρτα το ξυπνήσαμε το τέρας με τα τέσσερα πόδια και τις δύο πλάτες.

Όπως φαίνεται από τα παραδείγματα, το «ούτε καν» γραμματικώς πρέπει να εισάγει πρόταση ή κάτι τέλος πάντων «αυτονόητο, στοιχειώδες κλπ». Από μόνο του πάντως δεν παίζει. Η σλανγκ σημασία του, καταλήγω να πιστεύω ότι δεν είναι άλλη παρά μια εμφατική άρνηση, σε περιπτώσεις που άλλες αρνήσεις δεν ψιλοκολλάνε: π.χ. όταν η άρνηση αφορά κάτι ποιοτικό και όχι ποσοτικό, οπότε δεν κολλάει το «καθόλου». Ή, όταν η ολοκληρωτική άρνηση δεν σημαίνει κάτι κακό, οπότε δεν κολλάνε τα αρχιδιά καπαμά, παπάρια μάντολες κτο (το ούτε καν βέβαια, μπορεί να τα αντικαταστήσει σχεδόν όλ' αυτά). Βλ. και παραδείγματα.

- Είσαι πολύ ώρα εδώ;
- Όχι ρε μαλάκα, ούτε καν!

- Θα το φας το μπιφτέκι;
- Ούτε καν ρε συ, έχω σκάσει...

- Τι λέει εκεί, καλή φάση;
- Ούτε καν ρε μαλάκα, ψιλοχάλια...

- Τό 'φάγες ρε συ το ψωλίδι;
- Ούτε καν ρε φίλε, έχει γκόμενο...

- Να τ' αφήσω καμιά ώρα ακόμη να στεγνώσει και το ξαναπερνάμε μετά;
- Όχχχχι, ούτε καν ρε συ, καν' το τώρα να φύγουμε και δεν την παλεύω σήμερα.....

- Ξέρεις Αντρέα να μας πεις κανένα αρνητικό επιτατικό μόριο της νεοελληνικής;
- Ούτε καν, κυρία, δεν διάβασα γιατί είχαμε επισκέψεις.

- Χορεύεις καν καν;
- Ούτε καν...
- Ούτε καν καν καν; (σωστή χρήση)

(από Vrastaman, 08/07/09)(από xalikoutis, 05/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρησιμοποιούμε εάν δεν ξέρουμε τον προορισμό μας.

...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified