Είναι μια έκφραση που χρησιμοποιείται ως απάντηση σε κάποιον πρήχτη για ερωτήσεις που σχετίζονται με το φαγητό: «γιατί είναι έτσι; τι έχει μέσα;« κλπ.

- Ποπο ρε μάνα τι χάλια φαγητό έφτιαξες πάλι, τι έχει μέσα;
- Αυγό σκατό και λεμόνι. Σκάσε και φάε.

(από tribeklis, 24/02/11)προσπάθησα τη συνταγή... (από Τσακ εις την μέσην, 24/02/11)

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κάνω οχτάρια» σημαίνει οδηγώ ή παραπατώ σε βηματισμό που θυμίζει το σχήμα 8. Γιατί είναι αδύνατο να πάω ίσια.

Οφείλεται στο μεθύσι ή σε ζάλη. Όταν αφορά την οδήγηση, είναι αποτέλεσμα κάποιας λανθασμένης (ή ξεπίτηδες καγκούρικης) κίνησης.

Με ρώτησε η μάνα του αν ήπιε πολύ χθες ο γιος της, τι να της πω, ότι είχε γίνει ντίρλα και παραπάταγε και έκανε οχτάρια, και ότι τελικά πήρα εγώ το αυτοκίνητο αλλά το στουκάραμε στη μάντρα; Ε της είπα ότι φταρνίστηκε και του ξέφυγε το τιμόνι.

(από Khan, 07/02/12)Στο 1.00, "για σένα κάνω στην άσφαλτο οχτάρια", ούμπερ ποίηση Αντύπα. (από Khan, 07/02/12)

Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εϊτίλα σλανγκιά, από τις πρώτες, νομίζω, που έκαναν τον σοβαρό ελληνικό κόσμο να επιβεβαιωθεί οριστικά για το τραγικό γεγονότο ότι η γλώσσα μας έχει φτωχύνει.

Χρησιμοποιήθηκε πολύ από τους εφήβους, κόλλησε κάπως και στους μεγαλύτερους, και μετά πέθανε. Τώρα λέγεται μόνο από λείψανα των ογδόνταζ.

Σημαίνει αυτό που σημαίνει, αλλά είναι και έκφραση πασπαντού αντί του «όχι», ή αντί άλλης κουβέντας η οποία θα μας δυσκόλευε να την πούμε, ή αντί εισαγωγής στον κυρίως λόγο μας, κλπ.

Το καμία τονίζεται ιδιαιτέρως ναζιάρικα.

  1. Πώς πάει, πήγες για ψώνια;
    - Μπα, καμία σχέση.

  2. - Αγάπη μου, σε παρεξήγησα.
    - Καμία σχέση, δεν πειράζει...

  3. (γκάλοπ)
    - Ποια η γνώμη σας για την ακρίβεια;
    - Εεεεεε ... (κομπλάρει), χιχι! (έχει τρακ), εμ, να σας πω, να, καμία σχέση, η γνώμη μου είναι ότι τα πάντα είναι πολύ ακριβά...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο καθένας, πας εις, πας έκαστος, κάθε καρυδιάς καρύδι -συνήθως με την απόχρωση του «ο κάθε μαλάκας».

Έκφραση που σχηματίστηκε εξαιτίας της δύσκολης κλίσης της αντωνυμίας πας (θηλ. πάσα, ουδ. παν). Επικράτησε το πιο εύηχο (η πάσα), αλλά με το αρσενικό άρθρο. Πιθανόν να έγινε το λάθος (ή να διατηρήθηκε) και για λόγους ρυθμού, προσωδίας, μελωδίας, ευφωνίας κουτουλουπού.

  1. Μια φιλική συμβουλή: στη θέση σου, δε θα έβαζα τη φωτογραφία του παιδιού μου φόρα-παρτίδα στο διαδίκτυο, να την κατεβάζει ο πάσα ένας άγνωστος / άσχετος ή κακόβουλος και να την κάνει ο,τι θέλει.
    (νέτι)

  2. Βέβαια, δημοσιογραφική ταυτότητα μπορεί να έχει ο πάσα ένας αλλά από τη στιγμή που εκπροσωπεί ένα Μέσο και το Μέσο δικαιούται μιας ή περισσοτέρων διαπιστεύσεων, μπορεί να τον εκπροσωπεί επίσης ο πάσα ένας, και αυτό θα πρέπει να γίνεται σεβαστό. (νέτι)

  3. Θανατική να εφαρμοστεί ποινή από το κράτος
    σαν μαστουρώσει κι ευθυμεί ο πάσα ένας πάτος
    (από το τραγουδάκι «Άμα το λέει η σούφρα σου»)

(από Khan, 18/02/11)

βλ. και πασαένας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το β' συστατικό -ιδι ενώ κατά κανόνα σημαίνει το υποκοριστικό, ενίοτε χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια πληθώρα από ενέργειες, ίσως μικρές σε χρονική διάρκεια, αλλά πάντως πολλές. Λ.χ. κλωτσίδι, κλωτσομπουνίδι, κλανίδι (πορδοκλανίδι, μουνοκλανίδι) κ.ά. Έτσι και εδώ, το μπουνίδι είναι η πληθώρα από πολλές γροθιές που πέφτουν αβέρτα, συχνά με διασκεδαστικό τρόπο.

Το μπουνίδι μπορεί επίσης να είναι μία γροθιά, αλλά γερή. Και εδώ έχει ενδιαφέρον ότι το -ίδι, ενώ κατά κανόνα δηλώνει υποκορισμό, συχνά σημαίνει τελικά επίταση του α΄συστατικού.

Στο Δ.Π. υπό ironick.

  1. Το μπουνίδι της αγανάκτησις που γάμισε την μάπα του Χατζηδάκη. (Εδώ).

  2. Μπουνίδι στο Αλβανικό Κοινοβούλιο. Η ένταση στην βουλή της Αλβανίας είναι κάτι συνηθισμένο, το βρίσημο - που περιλαμβάνει όλες τις γυναίκες συγγενείς πρώτο βαθμού των βουλευτών (μάνα, γυναίκα, κόρη, αδερφή κλπ) - επίσης, μπουνίδι όμως δεν έχουμε τι χαρά να βλέπουμε συχνά. Αυτή τη φορά τη φορά τη σειρά την είχε ο βουλευτής του ΔΚ Edi Paloka που δέχτηκε καρατίστικη μπουνιά του «σοσιαλιστή» Armando Prenga. (Εδώ).

  3. Χορταστικό και θεαματικό μπουνίδι στα Ιεροσόλυμα. Μιλάμε για πολύ χορταστικό ξύλο μεταξύ ελληνορθόδοξων και Αρμένιων κληρικών στα Ιεροσόλυμα. Ειδικά ο Αρμένιος με τα κόκκινα που ρίχνει τη σφαλιάρα στο μαυροντυμένο Έλληνα καλόγερο και μετά βουτάει και προσγειώνεται πάνω στα κεφάλια των Ισραηλινών σεκιουριτάδων βάζει υποψηφιότητα για κατσέρ. Στον Τάφο του Ινδού θα έκοβε όλα τα εισιτήρια! (Εδώ).

(από Khan, 17/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε πηγή προϊόντος (π.χ. εμπορικό κατάστημα) ή υπηρεσιών (π.χ. συνεργείο αυτοκινήτων) που έχει πολύ ακριβές τιμές λόγω αποκλειστικότητας ή απλώς μούρης.

– Τράκαρα το σιβικάκι μου και το άφησα στον Χριστόπουλο.
– Πας καλά; Αυτός είναι φαρμακείο. Θα σε στείλω σε ένα ξαδερφάκι μου να σ'το φτιάξει με τα μισά λεφτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με την οποία υποτιμούμε την σοβαρότητα των λόγων ή των πράξεων ενός ανθρώπου, αλλά και αυτού του ίδιου συνολικά.

Έχει ένα υποβόσκον πατρονάρισμα· το «καλά» ως συμφωνία χρησιμοποιείται ειρωνικά/συγκαταβατικά (με την κακή έννοια). Την μισή δουλειά την κάνει η εκφορά, γι’ αυτό στον γραπτό λόγο συνήθως ακολουθείται από αποσιωπητικά - επιφυλάσσομαι για ανάρτηση ηχητικού.

Συγγενεύει με το ό,τι νά 'ναι, το φέξε μου και γλίστρησα, τα πιάσαμε τα λεφτά μας κλπ. Λέγεται και «άι καλά».

  1. Από εδώ:

Α,ΚΑΛΑ ΣΚΑΝΕ ΟΙ ΒΟΜΒΕΣ Η ΜΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ.ΚΑΛΑ ΤΙ ΣΟΙ ΖΕΥΓΑΡΙ ΕΙΝΑΙ.ΤΑ ΕΧΟΥΝ 7 ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΕΝΟΥΝΕ ΜΑΖΙ.ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΤΟ ΑΚΟΥΩ.

  1. Από εδώ:

Αυτό είναι το σκηνικό δράσης του νέου, 12ου συνολικά, δίσκου τους. Αν όμως έχετε ήδη αρχίσει τα «α, καλά, κατάλαβα», τότε έχετε κάνει το ολέθριο λάθος να υποτιμήσετε την κλάση των Metallica.

  1. Από εδώ:

αϊ καλά, το iphone που λεςτο μπέρδεψα με το iphoto

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που λέγεται κυρίως μόνη της, αλλά και με δεύτερο μέρος σε πολλές παραλλαγές, οι οποίες διατηρούν συνήθως το ίδιο μέτρο:

Νά 'χαμε να λέγαμε...

  • βαρκούλες αρμενίζανε
  • και να ξεγελιόμαστε
  • κι αμπέλια να κλαδεύαμε/κουρεύαμε
  • και μπάφους/φούντες/γόπες/κούτες να φουμέρναμε
  • και τρίγωνο καρτέρι
  • και νά 'χουμε να πούμε

Ο ρόλος της έκφρασης είναι μειωτικός της σοβαρότητας μιας κατάστασης, κάποιου πράγματος ή και ενός ανθρώπου. Επιμέρους σημασίες:

1. Κουβέντα να γίνεται:

Ναι καλέ, πεζό, ποίημα, κάνα τραγουδάκι, τέτοια. Ή μήπως ζωγραφίζεις; Καμία ερώτηση απ' αυτές που απαντάμε στις ερωτήσεις στα προφίλ μας κάνω δηλαδή, έτσι για να 'χαμε να λέγαμε και να' χουμε να πούμε. (από εδώ)

2. Για τα μάτια, κατ' επίφαση, ανειλικρινώς:

«Εύχομαι, με ειλικρίνεια κι όχι να 'χαμε να λέγαμε, να μακροημερεύσει to tvnea και να μην παρασυρθεί ποτέ, μα ΠΟΤΕ από τις ύπουλες σειρήνες τού σιναφιού. [...]» (από εδώ)

3. Λόγια στην θέση των έργων (ως μη έδει):

Για την πολιτική ηγεσία του Αθλητισμού δεν μπορεί να γίνει σοβαρή συζήτηση. Κάτι Μπιτσαξήδες και κάτι Νικητιάδηδες είναι για γέλια. Κάποιοι περαστικοί, που θεωρούν πολιτική το «να 'χαμε να λέγαμε». (από εδώ)

4. Εκ του πονηρού, υστερόβουλα:

Τελικά πέφτουν θύματα της ίδιας πολιτικής ορθότητας που μόνοι τους επέβαλαν ως ατζέντα μέσω της τηλεόρασης. Ποιο ελεγκτικό συνέδριο και να ‘χαμε να λέγαμε. Στον κόσμο περνάει ότι πήγε να χαρίσει χρέη ο Παπακωνσταντίνου και τον σταμάτησαν “τελευταία στιγμή”. (από εδώ)

5. Λέμε τώρα:

Πραγματικά,δεν πιστεύω ότι πεινάμε καλή μου,αλλά γιατί να τα δώσω αλλού διπλά ή να μην γλυτώσω κάποια;Τους τα χρωστάω;Μόνο και μόνο από τις ανάγκες της κόρης μου,γλύτωσα τα μαλλιοκέφαλά μου!΄Οχι ότι έχω πολύ μαλλί,αλλά να 'χαμε να λέγαμε! (από εδώ)

6. Ανίκανος, ανάξιος, απατηλός, ο θεός να το κάνει, μούφα, δήθεν, ντεμέκ, αρχίδια:

Πώς αυτοί οι να χαμε να λέγαμε επιστήμονες, δέχτηκαν να εξετάσουν το παιδί μου, και όλα αυτά τα παλικάρια, χωρίς να εφαρμόζουν μεθόδους επιστημονικές;* (από εδώ)

7. Και λοιπές μαλακίες/παπαριές, και τα ρέστα παγωτά:

Σε φρενάρισμα πανικού το πίσω μέρος ήταν απαράδεκτα ασταθές (κατι σφαλιάρες ναααααα με το συμπάθειο) και φυσικά κατέληξε σε συγκρουση. Με εντυπωσιάζει το ότι συνεχίζουν στο ίδιο παράπτωμα σε μια εταιρία που και καλά ειναι οδηγοκεντρική και να χαμε να λεγαμε... (από εδώ)

Λήμμα από το δημόσιο πρόχειρο (Khan). Συμβολή από jesus, εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πείθομαι πολύ εύκολα, σαν το ψάρι που τσιμπάει το δόλωμα, μασάω, ψαρώνω.

  2. Τρώω ελαφρά.

  3. Κολλάω μια αρρώστια (πχ γρίπη, αφροδίσιο, κλπ).

  4. Τσιμπάω ένα αρχίδι ή δυο αυγά μελάτα.

  5. Την προστακτική, τσίμπα! = πάρε, τσάκω.

  1. - Ρε συ, λέει αλήθεια ο Χαρδαβέλας ότι το τέλος του κόσμου θα έρθει το 2012;;;
    - Τι τσιμπάς ρε πστ κάθε μαλακία που ακούς στην τηλεόραση, θα την πετάξω!

  2. Τι λες, να τσιμπήσουμε κάτι σπίτι ή να βγούμε;

  3. - Πώς είσαι έτσι;!
    - Γάμησέ τα, κάτι τσίμπησα μου φαίνεται, νιώθω χάλια. ααααααΑΨΟΥ!!!!!!
    - Στα μούτρα σου, μαλάκα, φύγε μη με κολλήσεις και μένα!

  4. Την κατέβασα την ταινία, τσίμπα την.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σπόντα, ο υπαινιγμός, το υπονοούμενο. Μπηχτή γιατί το μπήγεις βαθιά μέσα να πονέσει.

Επίσης, στο κυνήγι, είναι ένα είδος τουφεκιάς. (χεστήκαμε για λεπτομέρειες, πείτε στον ξένο μεταφραστή)

  1. τίτλοι άρθρων από το νετ:
    Η μπηχτή του Ρέμου στον Πλούταρχο
    Η «ΜΠΗΧΤΗ» ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΣΤΟΝ ΜΠΟΜΠΑΝ!
    Η μπηχτή της Μαγγίρα στην Μανωλίδου και οι αγκαλιές
    Μπηχτή Πωλίνα στον Πασχάλη: «Προσέχουμε που βάζουμε ...
    Η «μπηχτή» της Γερμανού για τον δίσκο του Χατζηγιάννη Ισπανική «μπηχτή» για την Μέρκελ

  2. Σίγουρα χρησιμοποιείται περισσότερο σαν μπηχτή (ειδικά όταν ο σολαρισμένος είναι ψιλοψώνιο με την εμφάνισή του), αλλά δεν σημαίνει απαραίτητα από μόνο του κάτι αισθητικά άσχημο... (από το λήμμα σολαρισμένος του σσττφφννσσ)

  3. Λίγο παλαιότερα έπαιζε και το: Τα δέοντα στον θυρωρό της πολυκατοικίας σας. Επειδή, όντως ο κόσμος ήτο πιό ευγενικός, η μπηχτή έπρεπε να 'ναι στο δώδεκα, για να την ανθιστεί ο συνομιλόντας και να τζάσει.
    (από σχόλιο του Φ.Ν. στο τα δέοντα στη μαμά σας)

  4. Προσπερνάω τη μπηχτή της συμπαθέστατης κέλλυς, ...
    (έλεκτρας στο Γ.Α.Π. / G.A.P.)

  5. Σκόπευση με το μυαλό:
    Η μπηχτή τουφεκιά μοιάζει να παραβιάζει τους βασικούς κανόνες της συμβατικής σκόπευσης.
    (από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published