Το ευμέγεθες πέος.
- Μεγάλος μαύρος πύθωνας γαμάει το μουνί τριχωτού κοριτσιού.
- Ξανθιά με μεγάλα βυζιά καταστρέφεται από τεράστιο BBC πύθωνα. (Αμφότερα από τσοντοσάιτ).
Το ευμέγεθες πέος.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά για το μεγάλο και σκληρό πέος. (Δες). Βλ. και λοσταρία.
Την κοπάναγα με το λοστάρι μου μέχρι που έχυσε.
Got a better definition? Add it!
Δοκίμως, σημαίνει τη σημαία. Ετυμολογία: μεσαιωνικό ελληνικό φλάμπουρον < φλάμπουλον (ανομοίωση υγρών [l-l > l-r] ) < *φλάμουλον (τροπή του μεσοφ. [m > mb] ) < ελληνιστικό φλάμμουλ(α) -ον < ύστερο λατινικό flammula = σημαία του ιππικού (επειδή απεικόνιζε μικρή φλόγα: λατινιστί flamma)]. Μεταφορικώς σημαίνει ό,τι και το κοντάρι, δηλαδή το πέος.
Μόλις την είδε να περνάει με τη στρινγκαδούρα, είχαμε έπαρση φλάμπουρου.
Got a better definition? Add it!
Παλιά μαγκίτικη μεταφορά για το προφυλακτικό, την καπότα, που καλύπτει εξ ολοκλήρου τον πέοντα, όπως ξερωγώ ένας φερετζές καλύπτει εξ ολοκλήρου μια χανούμισσα. Σύγκρινε με: κελεμπιοφόρος. Έχει κυκλοφορήσει και ως ψευτο-τουρκικό ότι το προφυλακτικό και καλά λέγεται στα τούρκικα τσουτσού φερετζές, αλλά νομίζω ότι η μαγκίτικη χρήση είναι παλαιότερη.
Γενικότερα τη λέξη φερετζές τη χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε ότι κάτι κρύβει κάτι άλλο λειτουργώντας ενίοτε και ως εύσχημη βιτρίνα ή όμορφο πέπλο που κρύβει κάτι άλλο. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση το γνωμικό το μουστάκι είναι ο φερετζές του πούστη. Φτιάχνονται όμως και άλλες φράσεις πάνω σε αυτό το παράδειγμα.
Got a better definition? Add it!