Ανακαλύπτω, μαθαίνω ή διαπιστώνω κάτι που είναι ευρέως γνωστό, οφθαλμοφανές και ανάλογα με την περίσταση ήδη ξεπερασμένο από όλους τους άλλους εκτός από εμένα. Η αναφορά της Ακρόπολης στη φράση δεν είναι τυχαία, μιας και η ιστορία αλλά και η θέση της τόσο στον χάρτη του λεκανοπεδίου Αττικής, όσο και στην ευρύτερη εικόνα και προβολή της χώρας, καθιστούν μάλλον δύσκολο το να ξεφύγει της προσοχής μας επί μακρόν.

Η ειρωνεία και ο σαρκασμός της φράσης αυτής δεν αφορούν την ίδια την ανακάλυψη, αλλά τ’ ότι ο τολμηρός πιονέρος θεωρεί άξιο λόγου να προβεί σε ανακοίνωση της ανακάλυψης του, συχνά διανθισμένης με βαρύγδουπες περιγραφές και αναλύσεις, οι οποίες ενίοτε καταλήγουν σε αξιολογικές ή μη κρίσεις. Δηλαδή κομίζει γλαύκας εις Αθήνας όπως λέγανε κι οι αρχαίοι ημών παππούδες κι αυτοί ξέραν κάτι παραπάνω: Αυτοί κυριολεκτικά ανακάλυψαν την Ακρόπολη.

Δεν πειράζει όμως. Όλοι σε κάποια φάση της ζωής μας πιαστήκαμε αδιάβαστοι, ακόμη περισσότεροι πιαστήκαμε μαλάκες. Παθαίνουμε και μαθαίνουμε. Αν και κατά κανόνα μόνο παθαίνουμε.

  1. Μετά το Χριστόφορο Κολόμβο, το Μάρκο Πόλο, το Βάσκο ντε Γκάμα και το Μαγγελάνο, ο Πάμπλο Γκερουλάνο… ανακάλυψε την Ακρόπολη και το Σούνιο. Συνέβη εψές. Ο υπουργός του Πολιτισμού μας επισκέφτηκε τη βραχώδη χερσόνησο που προβάλλει στη θάλασσα στο νοτιοανατολικό άκρο της Αττικής, ατένισε το πέλαγος πίσω από τις κολώνες, ατένισε τις κολώνες με φόντο το πέλαγο, χάιδεψε το μάρμαρο με τις άκρες των κρινοδακτύλων του αφήνοντας για πάντα μερικά μόρια Αρμάνι στο μνημείο, σκάλισε με τις μύτες των μοκασινιών του το άνυδρο καλοκαιρινό χώμα, έκανε, μακριά από τα βλέμματα των παρατρεχάμενών του, τσίσα στα ιερά αγριόχορτα, έπαθε μέθεξη και είπε: «Τι ωραία που είναι η Ακρόπολη!». (Εκεί)

  2. Καλά κι αυτοί κάνουν λες και ανακάλυψαν την ακρόπολη. Δεν θυμάμαι στιγμή που αυτή η ριμάδα η βιομηχανία δεν στηριζόταν από τα μεταχειρισμένα. Πάντα το 50% αγόραζε καινούρια και τα πούλαγε στο άλλο 50% για να πάρει τα επόμενα και ο κύκλος συνεχίζεται από την εποχή του atari 2600 και θα συνεχίζεται αφού ουσιαστικά κρατάει την βιομηχανία των games σε κίνηση. (Παρακεί)

  3. Όταν παρουσιάζονται οι εικόνες και θέλω κάποια που μου αρέσει να την αποθηκεύσω....ενώ πρώτα πατούσα αποθήκευση κατ' ευθείαν στην εικόνα που μου άρεσε, και μου έβγαινε πολύ μικρή (δηλ. με πολύ μικρή ανάλυση με αποτέλεσμα όταν την εκτύπωνα να βγαίνει αχνή ή με έντονα πίξελς σαν σχέδιο για σταυροβελονιά).......τώρα κάνω το εξής......πατώ αριστερό κλικ στην εικόνα μου........εμφανίζεται μόνη της αρκετά μεγαλωμένη και πάνω σ' αυτήν κάνω αποθήκευση........φαίνεται απλοϊκό......σαν να ανακάλυψα την Ακρόπολη ας πούμε.......αλλά εμένα με βόλεψε........ (Λίγο πιο' δω)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ομπρέλα, που αναφέρεται στην ιδιότητα του ατόμου να αποφεύγει να κάνει κάτι.
Χρησιμοποιείται επίσης η εξής παραλλαγή της:
Αυτός / αυτή είναι μαλωμένος /-η με...

Διάφορα παραδείγματα με τα οποία μπορεί οποιοσδήποτε να έχει μαλώσει (και η σημειολογία τους):

την αλήθεια - αθεράπευτος ψεύτης
το σαπούνι, το rexona, το νερό - αθεράπευτα βρωμερός το άλλο φύλο - αθεράπευτα μπακούρι
τους περιπτεράδες - φοβερός τρακαδόρος τα δίχτυα - φοβερός χασογκόλης
το καλάθι - δεν σταυρώνει καλάθι
τον Θεό - συνειδητά άθρησκος
την κιλότα της - δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο αξεσουάρ
το σουτιέν της- δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο αξεσουάρ
τα τζιν - συνεχώς κουστουμαρισμένος
τη μουσική - κακοφωνίξ
το ρολόι του - αιώνια καθυστερημένος
την τεχνολογία - αυτοί που έχουν ακόμα πικάπ, και βίντεο κ.λπ.
τους στύλους της ΔΕΗ - ατζαμής
τα φλας - δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο λεβιεδάκι
τα φρένα – [καβλόγκαζος]
τον εαυτό του - μονόχνωτος τον εαυτό της - ξινή τον γάμο - γεροντοκόρη
το χιούμορ – μουρτζούφλης
την πραγματικότητα - αρχές σχιζοφρένειας
το σπίτι του - ξενύχτης
τον καθρέφτη - αχτένιστος
τον οδοντογιατρό του - φαφούτης
τις διπλές - γκαντέμης στο τάβλι
τους μπαλαντέρ - γκαντέμης σε κουμ καν, θανάση, μπιρίμπα
την ορθογραφία – ανωρθώγραφως [sic]
τα τασάκια - πετάει τις στάχτες ολούθε
τη δουλειά - τεμπέλης (λέμε και το βρήκε τρίχα στη δουλειά)
το ξυραφάκι - μονίμως αξύριστος/η
το σύμπαν - του φταίνε όλα (ειδικά αυτός δεν πιάνεται από πουθενά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified