Έκφραση ομπρέλα, που αναφέρεται στην ιδιότητα του ατόμου να αποφεύγει να κάνει κάτι.
Χρησιμοποιείται επίσης η εξής παραλλαγή της:
Αυτός / αυτή είναι μαλωμένος /-η με...
Διάφορα παραδείγματα με τα οποία μπορεί οποιοσδήποτε να έχει μαλώσει (και η σημειολογία τους):
την αλήθεια - αθεράπευτος ψεύτης
το σαπούνι, το rexona, το νερό - αθεράπευτα βρωμερός 
  το άλλο φύλο - αθεράπευτα μπακούρι
  τους περιπτεράδες - φοβερός τρακαδόρος 
  τα δίχτυα - φοβερός χασογκόλης
  το καλάθι - δεν σταυρώνει καλάθι
  τον Θεό - συνειδητά άθρησκος
  την κιλότα της - δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο αξεσουάρ
  το σουτιέν της- δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο αξεσουάρ
  τα τζιν - συνεχώς κουστουμαρισμένος
  τη μουσική - κακοφωνίξ
  το ρολόι του - αιώνια καθυστερημένος
  την τεχνολογία - αυτοί που έχουν ακόμα πικάπ, και βίντεο κ.λπ.
  τους στύλους της ΔΕΗ - ατζαμής
  τα φλας - δεν χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο λεβιεδάκι
  τα φρένα – [καβλόγκαζος]
  τον εαυτό του - μονόχνωτος 
  τον εαυτό της - ξινή 
  τον γάμο - γεροντοκόρη
  το χιούμορ – μουρτζούφλης
  την πραγματικότητα - αρχές σχιζοφρένειας
  το σπίτι του - ξενύχτης
  τον καθρέφτη - αχτένιστος
  τον οδοντογιατρό του - φαφούτης
  τις διπλές - γκαντέμης στο τάβλι
  τους μπαλαντέρ - γκαντέμης σε κουμ καν, θανάση, μπιρίμπα
  την ορθογραφία – ανωρθώγραφως [sic]
  τα τασάκια - πετάει τις στάχτες ολούθε
  τη δουλειά - τεμπέλης (λέμε και το βρήκε τρίχα στη δουλειά)
  το ξυραφάκι - μονίμως αξύριστος/η
  το σύμπαν - του φταίνε όλα (ειδικά αυτός δεν πιάνεται από πουθενά)