Λατέρνατιβ. Ο σύγχρονος νέος που υποτίθεται ότι πάει κόντρα στο μουσικό, ενδυματολογικό και κοινωνικό κατεστημένο. Στην ουσία ένας επαναστάτης του κώλου, ένας μαλάκας του γλυκού νερού.

Ένας λατέρνατιβ τύπος:

  • Ακούει μουσικές που δεν του αρέσουν, απλά για να δείξει διαφορετικός και «ψαγμένος».
  • Θεωρεί τους Kaiser Chiefs ψαγμένη μουσική.
  • Θεωρεί τον Χατζηγιάννη ροκ.
  • Συχνάζει στο Γκάζι, επειδή είναι το πιο hot spot της πόλης, ακόμα και αν δεν του αρέσει.
  • Καπνίζει στριφτό, αλλά τα τσιγάρα του μοιάζουν σαν κακοτυλιγμένα πιτόγυρα.
  • Στο super market, στα ποτά, ακόμα ψάχνει να βρει το μπουκάλι του mojito.
  • Βλέπει μόνο ψαγμένες ταινίες που αυταπατάται ότι τις κατανοεί, αλλά στις 9 βλέπει τον «Λάκη τον Γλυκούλη».
  • Θεωρεί μια κουράδα σε αλουμινόχαρτο τέχνη και πληρώνει 500 ευρώ για να την βάλει στο σαλόνι του.
  • Με τους φίλους του συζητάνε για την δυσπρόσιτη γοητεία του τσαλακωμένου εγώ και για τον αβάσταχτα κατακερματισμένο πλούτο της εσωτερικότητας του κοινωνικού γίγνεσθαι. Κάνουν μια παύση και κοιτάζονται στα μάτια, προσποιούμενοι ότι συλλογίζονται, ενώ στην ουσία λένε από μέσα τους: «Τι μαλακίες είναι αυτές; Θέλω να δω ειδήσεις του Star ΤΩΡΑ!»
  • Φοράει και την παλαιστινιακή μαντίλα, επειδή είναι και επαναστάτης.
  • Προσπαθεί να εντάξει ξένες λέξεις στο λεξιλόγιο του, χωρίς καν να ξέρει τι σημαίνουν. Λέξεις τύπου «cult», «extravagant» κ.λπ.
  • Του «αρέσουν» τα ρακόμελα, είναι in. Άσχετα αν του προξενούν τάση προς εμετό.
  • Ένας φίλος του του λέει ότι, χθες το βράδυ έκανε one night stand 5 φορές (και του δείχνει την παλάμη του). Ο λατέρνατιβ νομίζει ότι αυτό είναι ένας cool όρος για τη μαλακία και από κει και έπειτα το χρησιμοποιεί και αυτός.

Στην ουσία ο λατέρνατιβ είναι ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. Από μέσα του νιώθει ότι θέλει να σκίσει τα επιμελώς ατημέλητα trendy ρούχα του, να φορέσει το ριγέ σακάκι του το διπλοσταυροκουμπωτό, το καναρινί πουκάμισο, το άσπρο παντελόνι και το φούξια καστόρινο μοκασίνι του και να τα σπάσει στα μπουζούκια, ολοκληρώνοντας με έναν απίστευτο οργασμό χυδαίου τσιφτετελιού πάνω σε έναν δίμετρο λόφο από γαρίφαλα, στην πίστα της Στέλλας Μπεζαντάκου.
Κάθε φορά που βλέπει διαφήμιση του derti fm, μπορεί να δείχνει ότι το σιχαίνεται, μέσα του όμως ένας μικρός μπουζουκόβιος κλαίει, με τα δάκρυα να κυλάνε και να χάνονται στο δασύτριχο στήθος του. Το όνειρο ζωής του είναι να τον δείξουν οι ειδήσεις του Star και να δει live την Έφη Θώδη.

Αυτά όμως πρέπει να τα ξεχάσει, γιατί τώρα η Ελλάδα είναι Ευρώπη, πρέπει να εκσυγχρονιστούμε, να γίνουμε ξεχωριστοί και μοντέρνοι. Είναι χειρότερος από έναν απλό μπουζουκόβιο, γιατί δεν έχει τα αρχίδια να παραδεχτεί αυτό που του αρέσει και να είναι αυτός που πραγματικά θέλει.

...

Βλ. και εντεχνindie

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για βρώμικο αντικείμενο που βρίσκεται ή γεγονός που εξελίσσεται στο δρόμο.

Ο μη εξαντλητικός κατάλογος παραδειγμάτων χρήσης περιλαμβάνει λιπαρά σάντουιτς από καντίνες του δρόμου, χιπχοπικές σκληρότητες, αλητείες (παρ. 1) και καρτέρια (παρ. 2), σεχ ή / και phone σεχ κατά τη διάρκεια οδήγησης (δεν υπάρχει αυτό; τι λες, αλήθεια; και κανονικά και τηλεφωνικά λέμε...). Δηλαδή βρώμικα πράγματα επί του δρόμου. Δρόμικα. Καλό, ε;

Βασικές σπαζοκεφαλιές που προκαλεί ένα δρόμικο: πώς θα τη σκαπουλάρω χωρίς να με πάει αίμα / χωρίς να χύσω στην άσφαλτο αίμα / χωρίς να γαμήσω την εγγύηση του iphone όταν χύσω.

Πάσα: patsis (είχες δίκιο είναι υπαρκτό!)

Παρ. 1 - Hip hop: Μπαίνω και πάλι ξαφνικά, μπαίνω και πάλι λυρικά,
μπαίνω και πάλι φιλάρα για να φέρω σαματά,
ΜΕ σκόπιμο, μπόλικο, βρώμικο, δρόμικο, μόνιμο, νόμιμο, υλικό, λυρικό, κυνικό, ηθικό, αληθινό, αλήτικο, αλύπητο
για ν’ ανεβάσω το επίπεδο, να δείξω το αντίθετο...

Παρ. 2 - Hip hop: Ένα δρόμικο break… Κι απ’το στημένο το καρτέρι μας το δρόμικό
μου καλλωπίζεσαι για χρόνια σε καθρέφτη βρώμικο
με της σκιάς τα λόγια και των γονιών τις συμβουλές
ξυραφιάζεσαι κι αμέσως κρύβεις τις ουλές...

Παρ. 3 - Hop hop: Οδηγεί, ταυτόχρονα μιλάει στο κινητό:
- ... μπλα μπλα μπλα (την κλείνει φορτηγατζής - βρε άσταδγιάλα μαλάκα θα σκοτωθούμε)
- ...αν είναι να μιλάς πρόστυχα στο φορτηγατζή, δεν μιλάς καλύτερα πρόστυχα σε μένα...
- Πλάκα μου κάνεις τώρα! Θες να κάνουμε phone sex όσο παλεύω με το στροφιλίκι; - Μα έλα να κάνουμε ένα δρόμικο ντε! (ναι, είσαι χαζή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που γράφτηκε στα γρήγορα, στην τουαλέτα.

Αναφέρεται σε τραγούδια, στίχους που γράφονται πρόχειρα και μπορεί να τους γράψει ο καθένας πολύ εύκολα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι στίχοι του Φοίβου, της Γερμανού και όλα τα τσιφτετελληνικά καψουροσκούπιδα.

  1. Έγραψα ένα τουαλετίσιο τραγούδι: σου έκανα ένα νεύμα και ήρθες με ένα πνεύμα...!

  2. τουαλετίσιοι στίχοι: υποφέρω, στείλε μήνυμα, τεμαχίζομαι, στέλνω τα νεφρά μου με κούριερ, πίνω για πάρτη σου, αμάν τι μου έκανες πάλι-θα το ρίξω στην κρεπάλη, αρρωσταίνω μόνο που σε σκέφτομαι, κτλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δε μιλάμε απλά για CD-ROM.(Compact Disk Read Only Memory)
H μούφα βρίσκεται στη δεύτερη λέξη. Η διαφορά υπεισέρχεται στη λέξη Ρομ.

Ο Ρομ είναι ο τσιγγάνος. Η πρώτη ιστορική αναφορά για τους Ρομά (τσιγγάνους) έγινε από τον Ηρόδοτο. Ο Ρομ είναι γνωστός και υποτιμητικά ως γύφτος, λέξη που προέρχεται από τη λέξη Αίγυπτος, γιατί πιστευόταν πως οι Ρομά είναι αιγυπτιακής καταγωγής. Είναι όμως ινδικής καταγωγής. Στη γλώσσα τους η λέξη Ρομ σημαίνει άνδρας ή σύζυγος.

Έτσι λοιπόν η αναφορά του συγκεκριμένου όρου παραπέμπει με χιουμοριστικό τρόπο στα CD των τσιγγάνων καλλιτεχνών. Η εκφορά του όρου προκαλεί σίγουρα την έκπληξη του ανυποψίαστου.

  1. (Ένας τσιγγάνος οδηγεί το Datsun του, στο οποίο μεταφέρει καρπούζια για πούλημα. Διαλαλεί το εμπόρευμα του ενώ στο background παίζει Παϊτέρης...)
    (Τσιγγάνος:) Εδώ τα γλυκά καρπούζια. Καρπούζια Αμαλιάδος. Ό(λα με το μαχαίρι.
    (Πελάτης:) Πω πω ωραίο CD έβαλες. Μας μεράκλωσες μεσημεριάτικα.
    (Τσιγγάνος:) Eμ δεν είναι απλό CD φίλε. Σίντι Ρόμ είναι.

  2. - Πω ρε εσύ. Μας τρέλαναν κανονικά με τα Σίντι Ρόμ που παιάνιζαν στο πανηγύρι.
    - Δηλαδή;
    - Μας τρέλαναν στο «βρε μελαχρινάκι με πότισες φαρμάκι» και στο «γαρούφαλο στ' αυτί». Τι να σου πω; Ανθολογία. Αν ήταν στο χέρι τους δε θά 'φτιαχναν μέγαρο μουσικής. Τσαντίρι μουσικής θά 'φτιαχναν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified