Ο γνωστός ρέιβερ (raver στα αγγλικά) που χορεύει σαν τρελός, χοροπηδάει και κουνάει χέρια-πόδια σαν το κατσίκι.

... θα τον βρείτε σε όλα τα μεγάλα club που παίζει mainstream & dance μουσική.

(από jesus, 05/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλάχος Έλληνας που έφυγε μικρός από το χωριό του και πήγε στην Αμερική.

Προέρχεται από την βλαχο-ελληνο-αμερικάνικη προφορά που έχει και δεν μπορεί να μιλήσει καλά ούτε ελληνικά αλλά ούτε και αμερικάνικα-αγγλικά.

Όλοι οι ελληνοαμερικάνοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ιταλός, υποτιμητικά.

Από την χαρακτηριστική βρισιά τους: «va fan culo», δηλ. «α γαμήσου».

- Α, εγώ με ξένους δεν πάω. - Γιατί, οι Ιταλοί, ας πούμε, είναι ωραίοι γκόμενοι.
- Σιγά μη μπλέξω με βαφακούλο να με κάνει τάρανδο, τι λες!

Got a better definition? Add it!

Published

Κι αν ο Ζακ-Υβ Πουστώ είναι ο γκέι με γαλλική κουλτούρα, ο κιναιδουάρδος, ή κινεδουάρδος είναι ο γκέι με αγγλική κουλτούρα. Πρόκειται για συγχώνευση από τα «κίναιδος» και «Εδουάρδος», το μεν «κίναιδος» είναι αρχαία (και λόγια) λέξη για τον ομοφυλόφιλο, από το «κινώ την αιδώ», δηλαδή «προκαλώ ντροπή» (αν και υπάρχουν κάποια προβλήματα μ' αυτήν την προφανή ετυμολόγηση), ενώ το «Εδουάρδος» είναι φαντάζομαι από το γνωστό αγγλικό όνομα Edward.

Για την ρατσιστική αντίληψη που θέλει τους Άγγλους να αδελφίζουν δεν χρειάζεται να επεκταθώ, αρκεί το ανέκδοτο των '90ς, όταν είχε σκάσει το σκάνδαλο με τις «τρελές αγελάδες», που έλεγε: «-Γιατί στην Αγγλία υπάρχουν τρελές αγελάδες; -Γιατί οι ταύροι αποδείχτηκαν γκέι». Γενικά, ο κιναιδουάρδος, είναι ο γκέι που εκτός από το να την τρίζει την όπισθεν, επιπλέον: το γυαλίζει το Fuckingham, την καβαλάει την Camilla κ.ο.κ.

- Τι γίνεται με αυτήν την Αγγλίδα φίλη μας την Betty; Απ' όταν ήρθε στην Ρόδο έχει πάρει το μισό Φαληράκι! Τα ξέρει αυτά ο αρραβωνιαστικός της στο Λονδίνο, ο Edward;
- Έλα μωρέ, καλός κιναιδουάρδος είναι κι αυτός! Άσ' το κοριτσάκι να δει λίγο χαρά στα σκέλια του, γιατί θα καταλήξει σαν τις τρελές αγελάδες κι αυτή!

Πίνακας του ζωγράφου Edward Gay. (από Hank, 13/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(μειωτικό)

Ο φανατικός Χριστιανός, αυτός που (σχεδόν) πρεσβεύει την βίαιη επιβολή του Χριστιανισμού.

- Αυτός ο Νώντας μωρ' αδερφάκι μου, μας ζάλισε τον έρωτα χθες το βράδυ. Μια κριτική στον αρχιεπίσκοπο πήγα να κάνω και με σκυλόβρισε το καθίκι... μετά άρχισε το γνωστό παραλήρημα περί της «Εθνοσωτήριου» και γίναμε μπίλιες.
- Εμ... Όταν στα λέω να μην τον κάνεις παρέα αυτόν τον χριστιανοταλιμπάν εσύ δεν μ΄ακούς!

Βλ. και σχετικό λήμμα αγριοχρίστιανος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χωρικός, ο Μπουρτζόβλαχος, ο τσέλιγκας.

Σύνθετη λέξη, με πρώτο συνθετικό παράγωγο από το αξεσουάρ του βοσκού, την γκλίτσα, και δεύτερο συνθετικό το αγγλικό boy. Είναι το άτομο που δείχνει από χιλιόμετρα την βουκολική του καταγωγή με διάφορες συμπεριφορές και τάσεις μέσα στο αστικό γίγνεσθαι!

- Πολύ γκλιτς-μπόυ το άτομο, από πού κατέβηκε; Μόνο το ταγάρι του 'λειπε!

Σχετική έκφραση στην αγγλική: You can take the boy away from the village, but you can never take the village away from the boy.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πας μη Έλλην. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει αλλοδαπό, κυρίως Βαλκάνιο και Ανατολικοευρωπαίο, αλλά και Δυτικοασιάτη. Η λέξη αποτελεί εφεύρεση του Φουσέκη. Μπορεί να παραπέμψει και σε αλλοδαπές εγκληματικές μορφές. Μεγεθυντικό: ατζγκόνιαρος. Άκλιτο (πληθυντικός: οι ατζγκόνια).

- Καλά ρε μαλάκα Αλμπέρτο, γιατί λαχάνιασες;
- Ασ' τα! Μου την πέσανε κάτι ατζγκόνια για να μου κλέψουν το κινητό και τρέχω να τους ξεφύγω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επαρχιώτης νεαρός, που προσπαθεί ν' ακολουθήσει την τελευταία λέξη της μόδας σε μουσική και ντύσιμο χωρίς παράλληλα ν' απωλέσει τη γοητεία του πρωτόγονου που τον διακρίνει απ' τους φλώρους της πόλης. Το αποτέλεσμα όμως, ακροβατεί συχνά στα όρια του κιτς και του νεοπλουτίστικου.

Εξέλιξη:

Προ δύο δεκαετιών, που η μέση ελληνική επαρχιακή οικογένεια δε μπορούσε να συντηρήσει 2 αυτοκίνητα (έστω και κορεάτικα) πλέον του αγροτικού (ή «αγρότη»), το τελευταίο ήταν και το όχημα που συνόδευε τον αγροτινέιτζερ στις εξόδους του. Την περίοδο δε των ποτισμάτων, έφευγε συχνά απ' το κλαμπ στη μέση της νύχτας για την καθιερωμένη «αλλαγή» (όχι του ΠΑΣΟΚ αλλά των σωλήνων). Σήμερα ενδέχεται να έχει εκλείψει το φαινόμενο αυτό, με τις εξελίξεις στην τεχνολογία αλλά και τη γενικότερη κρίση στην ελληνική γεωργική οικονομία.

- Για πού είμαστε απόψε; Κλαμπ «Γιδοκίνηση» για πριόνια ή στου «Τσέλιγκα» για ψητό και μπίρα;
- Κοψίδια ρε μαλάκα, η «Γιδοκίνηση» θα 'ναι ζίγκα στον αγροτινέιτζερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified