Eξάγεται από τον χαρακτηρισμό παρθενόπη. Υποκοριστικό παρθενοπιπίτσα.

Είναι ένα λογοπαίγνιο ανάμεσα στον χαρακτηρισμό παρθενόπη που αφορά κοπέλες που έχουν πάρει όλο τον ανδρικό πληθυσμό ,αλλά δεν βάφονται, ενίοτε είναι και λίγο άπλυτες και παριστάνουν τις ''συντηρητικές''.

Συχνά ταλαιπωρούν τον πιο μαλάκα από τους γκόμενούς τους δίνοντάς του μόνο πίπα-κώλο, εξ'ου και η σύζευξη παρθενόπης με πίπα.

Σύμφωνα την ελληνική Wikipedia, η λέξη παρθενόπη υπήρχε στην αρχαιότητα ως κύριο όνομα θεότητας. Η Παρθενόπη ήταν μια από τις μυθικές Σειρήνες της Ελληνικής Μυθολογίας. Όταν ο Οδυσσέας περνούσε από τις ακτές που διέμεναν οι Σειρήνες γνωρίζοντας σχετικά για την ανθρωποφαγία τους αντιπαρήλθε με το σκάφος του και τους συντρόφους του την περιοχή τους, χωρίς να σταματήσει. Τότε απελπισμένη η Παρθενόπη που δεν ανταποκρίνονταν ο Οδυσσέας στο θέλγητρo της φωνής της έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Το πτώμα της εκβράσθηκε σε μια παραλία της Ιταλίας όπου οι τότε, μόλις νεοφερμένοι εκεί κάτοικοι, άποικοι Χαλκιδείς από τη Κύμη, το περισυνέλεξαν και το ενταφίασαν σε μνήμα. Γύρω από το σημείο εκείνο ίδρυσαν στη συνέχεια τη νέα τους πόλη, αποικία, που ονόμασαν Παρθενόπη, η οποία και είναι η σημερινή Νάπολη στην Ιταλία.

- Aπό μέρους μου (νεολογισμός-απόδοση του ''εκ μέρους μου'', μήπως χρειάζεται λήμμα ως slang;) δεν έδωσα κανένα δικαίωμα.
- Αφού μου πήρες πίπα μωρή πουτάνα.
- Για μένα σχέση είναι μετά το πρώτο φιλί. Με τέτοια συμπεριφορά και τέτοιο αμάξι δεν θα κάνεις ποτέ σχέση. Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο.

(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 02/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελευταίο στάδιο Pokemon του τζιβάτου, ίσως με εξειδίκευση και μετεκπαίδευση στον σιτσουασιονισμό ή λικβινταρισμό (εκ των situation και liquidation, κοινώς ο μπαχαλάκιας) ή τον αλκοολισμό ή την πρέζα. Καμία σχέση πάντως με όλους εμάς τους βολεμένους αστούς και λοιπές πόρνες του καπιταλισμού.

Πιθανόν να μιλάμε για εξέλιξη του κοινού ορκ και όχι απαραίτητα τζιβάτου.

- Δεν ξαναπάτησα σε πάρτι στο Πολυτεχνείο από τότε που κουρεύτηκα και άρχισαν να με στραβοκοιτάνε οι διάφοροι εξαρχειωμένοι τύποι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εύχοντρος χοντρομαλάκας.

Πάσα: Vrastaboy.

- Γύρω από την υποψηφιότητά μου συσπειρώνεται όλη η δημοκρατική προοδευτική παράταξη...
- Μπαμπά δεν βαρέθηκες να βλέπεις αυτόν τον χοντρομπαλάκα, βάλε λίγο Nickelodeon...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά ο ρωμιός ως βρωμερός, υστερημένος και υποανάπτυκτος που ζέχνει το χνώτο του.

Δεν βρήκα διαδιχτυακά ευρήματα, ωστόσο το έχω ακούσει ως ανήκον στο ντίσκουρς δυτικόφιλων που παίρνουν έτσι (μια έστω ασθενή) ρεβάνς για τους πάμπολλους χαρακτηρισμούς που τους επιδαψιλεύουν Ελληναράδες και Ρωμιολάγνοι, όπως κουτόφραγκοι, αμερικανάκια, αμερικλάνοι, ευρωλιγούρηδες, εθνομηδενιστές, ανανιστές κ.ά. Δεν αποκλείω, πάντως, ο όρος να έχει προέλθει και από τους ίδιους τους Ρωμιολάγνους, καθώς ο συνδυασμός αυτοδοξασμού και αυτομεμψίας είναι ιδιαιτέρως χαρακτηριστικός του Νεοέλληνα-Νεορωμιού. Λ.χ. υπάρχουν ακραιφνείς οπαδοί της ιδεολογίας της Ρωμιοσύνης, που πανηγυρίζουν τον χαρακτηρισμό P.I.I.G.S. στη λογική ότι επιτέλους λέγεται η αλήθεια ότι δεν είναι δυνατό να συνυπάρξουν οι Φράγκοι με τους Ρωμαιοκέλτες. (Όπου Ρωμαιοκέλτες βλ. Ρωμιούς-Έλληνες, Κέλτες Ιρλανδούς, και νταξ Ιταλούς, Ισπανούς και Πορτογάλους που παρά το πέρασμα γερμανικών φύλων, όπως οι Λογγιβάρδοι, οι Οστρογότθοι, οι Βησιγότθοι, οι Βάνδαλοι και οι Σουαβοί είναι και καλά βαθιά εκλατινισμένοι και ρωμιοί στο φυλετικό τους υπόστρωμα και την κουλτούρα τους).

- Καλά, δεν λέω, κακώς επιτέθηκαν οι Αμερικανοί στο Ιράκ, αλλά οι μεγάλοι πολιτισμοί είναι συνυφασμένοι με την επεκτατικότητα. Μην ξεχνάμε και τον διάλογο των Αθηναίων με τους Μηλίους.
- Ε όχι κι εσύ, ρε Δημήτρη, όχι κι εσύ αμερικανάκι!
- Καλύτερα αμερικανάκι φίλε μου παρά βρωμιός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοί που έχουν κόλλημα με τον Ομπάμα. Όχι απαραίτητα κακό.

- Έχω ένα φίλο που έχει κόλλημα με τον Τζέφρι!
- Σοβαρά, ε; Κι εγώ είμαι μπαρακάξα. - Αλήθεια; Ε, ο καθένας τη γνώμη του...

Ceci n\'est pas une Barakaxe (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται ανάμεσα στους άνδρες, ως επί το πλείστον, χωρίς βέβαια αυτό να αποκλείει και ορισμένες περιπτώσεις γυναικών.

Ως μεγυφτάνα λοιπόν χαρακτηρίζουμε τον τύπο του ανθρώπου που, στην απεγνωσμένη προσπάθεια του να ξεχωρίσει στο πλήθος και να εντυπωσιάσει τους πάντες γύρω του, ντύνεται τόσο εκκεντρικά που κάνει το Μιλάνο να πενθεί και φέρεται τόσο εξεζητημένα που θυμίζει έντονα τον Βασιλιά Ταμτάκο! Χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι τα άπειρα καράτια χρυσού πάνω του, το αυτοκίνητο που θυμίζει έντονα το Enterprise, το Dolce & Banana ντύσιμο, το βλαρχοντικό του στυλ και γενικότερα η πλήρης απώλεια αίσθησης της υπερβολής.

- Το είδες το καινούριο Rolex του Κώστα; Φυσάει!
- Μπα, μου θέλει και Rolex ο μεγυφτάνας;! Φόλεξ είναι, ρε χαζέ, σε λίγο θα βγάλει ουρά και θα σκαρφαλώσει στο δέντρο!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα μεγυφτάνα, τώρα και σε οικογενειακή συσκευασία για μεγαλύτερη οικονομία! (από Tsatsaras the Pimp, 09/04/11)το κλασικό βίδεο με το νιπσλίπ της Αννούλας (από johnblack, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξεως Ιλλουμινάτι («πεφωτισμένοι», βλ. γνωστή νουβέλα του Dan Brown) σε συνδυασμό με το γνωστό Κυπριακό τυρί χαλούμι.

Χαλουμινάτι αποκαλούνται τα κλειστά λόμπι που σχηματίζουν (τρεντόπουστες συνήθως) Κύπριοι φοιτητές οι οποίοι ερχόμενοι στην Ελλάδα για κάποιον ακατανόητο λόγο κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους, πίνουν καφέ μόνο μεταξύ τους, συζητάνε μόνο μεταξύ τους και γενικώς πραγματοποιούν την οποιαδήποτε κοινωνική τους δραστηριότητα αποκλειστικά με ομοεθνείς τους, θυμίζοντας έντονα μασονική στοά.

Αυτό που επίσης προκαλεί εντύπωση είναι ότι όλες αυτές τις δραστηριότητες τις κάνουν δημόσια με τρόπο μάλιστα συχνά παρεξηγήσιμο μιας και δίνουν την εντύπωση ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος τριγύρω τους. Κοινώς γράφουν τον περίγυρο στα αρχίδια τους τα μαλλιαρά. Αυτή η ενέργεια βέβαια, συμβαίνει σαφώς και αμφίδρομα από τον περίγυρο προς τους χαλουμινάτι.

Η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι χαλουμινάτι (και όχι χαλουμινάτοι) αποτελείται από ένα εκρηκτικό μείγμα ακατανόητων Κυπριακών με ολίγη από βλαχο-Αγγλικά. Οι διάλογοι πραγματοποιούνται σχεδόν πάντα σε αυξημένη ένταση, πολύ πάνω από το κανονικό (ο κάθε χαλουμινάτoυς συνήθως γκαρίζει σε μια τάξη των 20-30dB παραπάνω από έναν μέσο άνθρωπο). Τα δυο παραπάνω χαρακτηριστικά συμβαίνουν ταυτόχρονα και ως εκ τούτου το αποτέλεσμα είναι να καθίσταται αδύνατη η συνύπαρξη με κάποιον άτυχο που δεν ανήκει στο εν λόγω λόμπι.

Τα συμπτώματα που έχουν καταγραφεί από προσπάθεια παρακολούθησης συνεστίασης χαλουμινάτι σε κάποιο δημόσιο η μη χώρο από έναν μη-μυημένο με ρεκόρ αντοχής τα 8 λεπτά είναι:

1-2': Παράξενο βλέμμα, οι παλμοί της καρδιάς αυξάνονται ελαφρώς,

2-4': Ελαφρύ χαμόγελο, παλμοί σταθεροί,

4-5': Στιγμιαίο έντονο γέλιο, η αρτηριακή πίεση αυξάνεται, ο μη-μυημένος αρχίζει να νιώθει μια ψεύτικη ευεξία,

5-6': Σημάδια εκνευρισμού, οι παλμοί αυξάνονται,

6-7': Ο εκνευρισμός τείνει να οδηγήσει ραγδαία σε εγκεφαλικό επεισόδιο, οι παλμοί αυξάνονται πλέον επικίνδυνα,

7-8': Τάση για εμετό, έντονος πονοκέφαλος, συνήθως το θύμα εγκαταλείπει άρον-άρον το χώρο προκειμένου να βρεθεί σε απόσταση ασφαλείας από τη συνεστίαση των χαλουμινάτι.

-Τι έγινε ρε Σταύρο;
- Άσε ρε συ έπεσα σε παρέα χαλουμινάτι μέσα στο μετρό, και μετά είχα πονοκέφαλο για το επόμενο δίωρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάχος ο Έλλην που ζει και εργάζεται στην Γερμανία. Έχει πάρει την γερμανική κουλτούρα, και όταν επιστρέφει στην Ελλάδα το παίζει υπερόπτης με το μερσεντόνι του (γερμανικά νούμερα) και το σπίτι στη Γερμανία με δωρικούς ρυθμούς και συνήθως είναι ιδιοκτήτης γκρηκ εστιατορίων με κολώνες και ονομασίες όπως «Άρτεμις», «Αφροδίτη» κτλ κτλ.

Πόλυ λάζο (το ίδιο με βλαχοντόιτς) είναι αυτός!

Δες και λαζογερμανός, λαζοντόιτς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά μπορεί να αναφερθεί για τους τσιγγάνους ή οσους έκαναν το πρώτο τους παιδί στα 17 και μετά αποκτούν εγγόνια στα 34.

«αυτός /-ή είναι εγγονομηχανή»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνισταμένη δύο κλασικών πλέον βρασταμανικών λημμάτων, ήτοι οαρκούρδος είναι αρκούδος και μελαψός Αγγλοσάξων ή Γαλάτης ή Τεύτων ή γουατέβα, αλλά περισσότερο στην απόχρωση της σκουριάς.

Βέβαια, στις προθέσεις του λημματονουνού Κνάσου και της φίλης του, που το εφηύρε για «κάτι περίεργους, μαυριδερούς, βρώμικους και τριχωτούς Άγγλους σε ένα αεροδρόμιο» δεν ξέρω αν περιείχετο η γκέι έννοια. Πλην ύστερα από την πρόσφατη λημματογράφηση του αρκούδου, κάθε μη αρκούδως γκέι εκδοχή του αρκούρδου έχει πλέον καταστεί παρώ. Βέβαια, δεν αποκλείεται να χρησιμοποιηθεί η έκφραση και για έναν στρέιτ μελαψό βερμουδιάρη, πλην φοβούμαι ότι θα δημιουργηθούν εύλογες υποψίες μήπως ο χαρακτηριζόμενος ως αρκούρδος το αυτονομεί το Κουρδιστάν ή, εναλλακτικώς, το γλείφει το μέλι...

Αρκούρδος, λοιπόν, ο αρκούδος με απόχρωση σαν Κούρδο, ή πάκι ταμπαβιόλη.

Trivia: 1. Πριν από την φίλη του Κνάσου, η έκφραση υπήρχε επίσης σε κρύα ανέκδοτα του στυλ: - Τι είναι καφέ, ζει στα δάση και το κυνηγάνε οι Τούρκοι; - ...;
- Ο αρκούρδος.

- Τι είναι καφέ, τρώει μέλι και έχει κουπιά; - ...;
- Η βαρκούδα.
κ.ο.κ. Δεν νομίζω ότι μας πολυενδιαφέρει αυτό.

  1. Η αρκούδα είναι ένα από τα πιο σλανγκενεργά ζώα. Παραθέτω έναν ενδεικτικό κατάλογο: αρκούδα, αρκουδάκος, αρκουδέας, αρκουδέης, αρκούδες, αρκουδιά, αρκουδιάρης, αρκουδίσιον, αρκουδίτσα, αρκουδοπεταλούδα, αρκούδος, αρκούδως, βολική αρκούδα, της αρκούδας, το χώσιμο της αρκούδας, χέζουν οι αρκούδες στο δάσος; κ.ά.

- Χέζουν οι αρκούρδοι στο δάσος;
- Δύσκολο το κόβω...

Λε-λε-λευτεριά, λευτεριά στον αρκούρδο!

Το αποσχίζει το Κουρδιστάν (από Khan, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified