Εκ του θέματος κόπρ(ο)- και της παραγωγικής κατάληξης -άρω (βλέπε και browsάρω, τσεκάρω, ρετάρω).
Το ρήμα που περιγράφει την περιήγηση στην ζωή δίκην άεργου κυνός.
Συνώνυμα: αράζω, τεμπελιάζω, τεμπελχανιάζω, χαζεύω, μαλακίζομαι.
Εκ του θέματος κόπρ(ο)- και της παραγωγικής κατάληξης -άρω (βλέπε και browsάρω, τσεκάρω, ρετάρω).
Το ρήμα που περιγράφει την περιήγηση στην ζωή δίκην άεργου κυνός.
Συνώνυμα: αράζω, τεμπελιάζω, τεμπελχανιάζω, χαζεύω, μαλακίζομαι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τελευταίο στάδιο Pokemon του τζιβάτου, ίσως με εξειδίκευση και μετεκπαίδευση στον σιτσουασιονισμό ή λικβινταρισμό (εκ των situation και liquidation, κοινώς ο μπαχαλάκιας) ή τον αλκοολισμό ή την πρέζα. Καμία σχέση πάντως με όλους εμάς τους βολεμένους αστούς και λοιπές πόρνες του καπιταλισμού.
Πιθανόν να μιλάμε για εξέλιξη του κοινού ορκ και όχι απαραίτητα τζιβάτου.
- Δεν ξαναπάτησα σε πάρτι στο Πολυτεχνείο από τότε που κουρεύτηκα και άρχισαν να με στραβοκοιτάνε οι διάφοροι εξαρχειωμένοι τύποι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γαλλικής έμπνευσης παραλλαγή της λέξης «φραπές». Χρησιμοποιείται σε στιγμές χαλάρωσης, ανεμελιάς, τεμπελιάς και σπαρίλας.
Προφέρεται και φγγγαπού (γαλλική προφορά).
Got a better definition? Add it!
Οι εναλλακτικές μέθοδοι ψυχοθεραπείας που έχουν να κάνουν με κατασκευή εργόχειρου-κεράκια-ρούχα για μεσήλικες κυρίες (πρώην χίπισσες συνήθως)
- Χάθηκε η Σούζη, τι να κάνει;
- Άσε, το χει ρίξει στο πλεξοτανίλ τελευταία.
Got a better definition? Add it!
Το ρήμα αυτό, προέρχεται από την αγγλική λέξη για το βότανο, δηλαδή herb. Άγγλοι, και κυρίως μαύροι ως «βότανο» αποκαλούν το χόρτο ή το χασισάκι που λέμε εδώ στην Ελλάδα και εκείνος που το καπνίζει είναι ο χέρμπαλιστ. Κατ' επέκταση το ρήμα χερμπάρω σημαίνει καπνίζω μαύρο. Άλλες εκφράσεις που παραπέμπουν στη πράξη αυτή είναι: πίνω μαύρο, βοτανίζω-βοτανίζομαι, χασικλώνω, ευλογώ.
Συζήτηση φίλων στο τηλέφωνο.
- Ρε παίχτη δε μου λες, τώρα που τελείωσες τις δουλειές σου δε σκας από εδώ να χερμπάρουμε;
- Ωωω δε παίζει ρε, δεν είμαι σήμερα να πίνω ντουμάνια, έχω πράγματα να κάνω το βραδάκι και θα με ρίξει.
Got a better definition? Add it!
Παράπλευρη συνέπεια της υπεκατανάλωσης μπύρας. Πέρα από τον Κανόνα του Ψιλού (κάθε λίτρο μπύρας ισούται με τουλάχιστον 2 επισκέψεις στα ουρητήρια-η συχνότητα των επισκέψεων αυξάνεται ευθέως ανάλογα με την αύξηση της κατανάλωσης), η μπύρα δημιουργεί επιπλοκές και στην εντερική λειτουργία.
Η επίδραση του μπυροκλανιού δεν είναι τόσο άμεση όσο η εμφάνιση του Κανόνα, παρ'όλα αυτά, γίνεται αισθητή ως αποτέλεσμα το αργότερο την επόμενη μέρα, όταν διπλώνεται ο μπυροκλάνων στο WC και κωλύεται να εκφραστεί. Ή εκφράζεται σπασμωδικά και με δυσκολία στην εκφορά των εκφράσεων. Και δεν εκφράζεται όσο καθαρά θα ήθελε. Γενικώς, χέσε μέσα.
Ο: Ρε μαλάκα τι έπαθες; Μια ώρα είσαι εκεί μέσα--
(ανοίγει η πόρτα, ο Κ εξέρχεται με μια γκριμάτσα δυσφορίας)
Ο: Τι βρωμάει έτσι ρε; Πω πω... Τι μπυροκλάνι έριξες!
Κ: Άστα.. 6 πεντακοσάρες βαρελίσιες ήπιαμε με τον Τάκη χθες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για χρήστες κάνναβης που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε άλλη χώρα που είναι νομιμοποιημένη η χρήση όπως Ολλανδία, Η.Π.Α. επειδή στην χώρα καταγωγής τους η χρήση είναι παράνομη.
- Ο Κώστας που χάθηκε; Πες του να έρθει μαζί μας να πιούμε κανά τσιγάρο.
- Άσε. Δεν τα έμαθες; Μπαφομετανάστης για Ολλανδία να την πίνει αραχτός και με το νόμο.
Λινκ σχετικού ρεπορτάζ για ισχυρό κύμα ελληνικής μπαφομετανάστευσης που παρατηρήθηκε πρόσφατα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εναλλακτικός χιουμοριστικός όρος που υποδηλώνει το άτομο που είναι χρήστης κάνναβης.
- Φώτη, μιλάς σοβαρά τώρα; Εσύ αριστερός, και ο γιός σου είναι φασίστας;
- Όχι, φασίστας, χασίστας είναι βρε!
Got a better definition? Add it!
Published
Εναλλακτικός χιουμοριστικός όρος που υποδηλώνει το άτομο που είναι χρήστης κάνναβης.
- Εσύ κομμουνιστής και ο γιος σου χουντικός;
- Όχι χουντικός, φουντικός!
Got a better definition? Add it!
Published
Αυτός που είναι εθισμένος σε ριψοκίνδυνα, δυνητικά θανατηφόρα σπορ. Από τα επινεφρίνη + πρεζόνι.
Αρχαιοελληνική, δηλαδής ορίτζιναλ μορφή του αγγλοσαξωνικού «adrenaline junkie».
- Ρε συ, αυτός πήγε με την Άννα Μαρία ΧΩΡΙΣ ΜΑΔΕΡΦΑΚΙΝΓΚ καπότα!
- Ε, τι περιμένεις; Το κλασικό επινεφρόνι είναι... Εδώ κυκλοφορεί με τα κτελ χωρίς να φορά ζώνη.
- Σωστόστ, για μια ακόμη φορά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified