Ειδική κατηγορία γκόμενας (συνήθως νεαρής ηλικίας) η οποία δεν χορταίνει τον πούτσο, κατά κύριο λόγο τρέφεται και αναπτύσσεται με αυτόν...
- Πω! ρε φίλε, με τάραξε η πεονύμφη, με άφησε μισό.
Ειδική κατηγορία γκόμενας (συνήθως νεαρής ηλικίας) η οποία δεν χορταίνει τον πούτσο, κατά κύριο λόγο τρέφεται και αναπτύσσεται με αυτόν...
- Πω! ρε φίλε, με τάραξε η πεονύμφη, με άφησε μισό.
Got a better definition? Add it!
Επίθετο, που προκύπτει από το «πεοφοβία» (ρωτήστε τις/ τους Γιαλόμες τι σημαίνει) και το στερητικό άλφα.
Σλανγκιστί σημαίνει τον αθεόφοβο γκέι που όχι μόνο δεν φοβάται το πέος, αλλά και το αναζητεί- επιζητεί. Δηλαδή είναι ο παραπάνω από κραγμένος, είναι ο αδίστακτος γκέουλας που δεν θα κάνει πίσω μπροστά σε τίποτα!
Μπορεί να χαρακτηρίσει και κοπέλα τελειωμένη, και κυριολεκτικά, εννοώ και γυναίκα.
Ο όρος εισήχθη στην σλανγκικήν από τον Ιησού.
- Τι κάνει ο Σάκης; Ακόμα το κάνει το ωτοστόπ;
- Αν το κάνει λέει! Γύρισε όλην την Ευρώπη κάνοντας ωτοστόπ σε νταλικέρηδες ο απεόφοβος! Ως το Μαρόκο έφτασε!
Got a better definition? Add it!
Προπονητής των οπισθίων!
Πήρε έναν προπονητή η Έβερτον, Χοσέ Μουνίνιο μάς βγήκε!
Got a better definition? Add it!
Από τις λέξεις μουνί + κακά. Ο εξαιρετικά δόλιος και κουτοπόνηρος, αυτός που σου κάνει τέτοια ζημιά ώστε δεν μπορείς να βρεις το δίκιο σου.
-Τον μουνίκακα, τον παλιομαλάκα, που να του ψοφήσει όλο το σόι γι΄αυτό που μού ’κανε!
Got a better definition? Add it!
Το καλό κορίτσι που δεν φέρνει ποτέ αντίρρηση και ωσεκτουτού τα πηδάει όλα, εξ ου και ο χαρακτηρισμός.
- Γιατί είσαι ρε μαλάκα σ' αυτά τα χάλια;
- Άσε, χώρισα με την Μπέτυ...
- Γιατί ρε μαλάκα, καλό κορίτσι ήτανε.
- Άσε με ρε φίλε με την πηδιόλα, μόνο εσύ δεν την έχεις περάσει.
- ...
Got a better definition? Add it!
Κατά τη στρατιωτική ορολογία, ο φαντάρος θαλαμάρχης. Επειδή αυτός είναι υπεύθυνος για την καθαριότητα και την τάξη στο θάλαμο ή είναι αυτός που στρώνει (που + στρώνει) τα κρεβάτια για να μην φάει καμπάνα, ή ένα πουστρόνι που χώνει άλλους να το κάνουν!!!
- Άσε, με κάνανε πουστρόνι στο λόχο και πρέπει να τον έχω προβλεπέ! Αλλιώς την πούτσισα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα που τρέφεται αποκλειστικά με ανδρικό κρέας. Αλλιώς τσιμπουκοζητιάνα ή ψωλορουφήχτρα.
- Τι ξέρεις ρε συ για τη Μαίρη;
- Μεγάλη ψωλύκαινα... Σταθερά φτάνει τριψήφιο αριθμό μηνιαίως... μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν σου λέω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γκόμενα που πάει με ΑΠΑΝΤΕΣ.
-Φίλε, εχθές γάμησα τη Μαρία. Εντωμεταξύ αυτή, έχει πάει με τον Πέτρο, τον Κώστα, το Δημήτρη, τον Αντρέα, τον Τάσο, ακόμα κι ο μανάβης της γειτονιάς την έχει πηδήξει.
-Ποια Μαρία λες ρε; Αυτή που της είχα ξεσκίσει τα βάρδουλα προχθές και την ίδια ώρα έπαιρνε τσιμπούκια από το Μιχάλη; Σου λέω είναι τσουτσουνοπαίρνοβα η γκόμενα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο περιπλανώμενος αυνανιστής της σύγχρονης Ελλάδας, (γεν.) μαλάκας.
Τι τρομπαδούρος, έχωσε το δάχτυλό του στην αλυσίδα του ποδηλάτου του εν κινήσει!
Got a better definition? Add it!
Ο πονηρόπουστας που φέρεται ως πονηρή αλεπού και ως εκ τούτου τον παίρνει πού και πού.
Got a better definition? Add it!