Απόδοση στα Ελληνικά του αγγλικού νεολογισμού mooncup.

Όπου mooncup® είναι η οικολογική και οικονομική εναλλακτική λύση στα ταμπόν, τις σερβιέτες και τα πάσης φύσεως μουνόπανα. Είναι ακριβώς μια μικρή κούπα - γύρω στα 5 εκ. - η οποία μπαίνει στον κόλπο και συλλέγει το αίμα της περιόδου. Γεμίζει, - κάθε 4 με 8 ώρες - το βγάζεις, το αδειάζεις, το ξεπλένεις και το ξαναφοράς και ούτω καθεξής.

Κυκλοφορεί σε δύο μεγέθη.

Η μουνόκουπα δεν διατίθεται στα καταστήματα στην Ελλάδα, μόνο με ταχυδρομική παραγγελία - περισσότερες πληροφορίες και αναλυτικές οδηγίες χρήσης σε αυτή την ιστοσελίδα

Νταξ, το ξέρω ότι αυτός /-ή που εμπνεύσθηκε την ονομασία του προϊόντος, στο φεγγάρι ήθελε να την πάει τη δουλειά και ο όρος μουνόκουπα δεν παραπέμπει ακριβώς εκεί - αλλά, καλά, δεν ήξερε, δε ρώταγε;

- Μωρό μου, εσύ ... πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω ...
- Έλα, μαλάκα, έλα ... να σου βγάλω γούστα ... έχω και περίοδο, έχω και μουνόκουπα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αποσμητικό roll-on.

Πω ρε φίλε, ξέχασα να πάρω μασχαλοζούμι μαζί μου... Θα λακίσουν οι γκόμενες στη Μύκονο από τη βρώμα...

βλ. και το διαφορετικό μασχαλόζουμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δεύτερο μαξιλάρι-ρεζέρβα που συνήθως χρησιμοποιείται για να μπαίνει ανάμεσα στα σκέλια κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου (στάδια 3 & 4) προς αποφυγήν εφίδρωσης των γλουτών, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες στις μεσογειακές χώρες.

Η ονομασία προέρχεται από την -κατά περίπτωση συχνή ή λιγότερο συχνή- συνήθεια του χρήστη να πέρδεται ακουσίως κατά τη διάρκεια του ύπνου, με συνέπεια το εν λόγω μαξιλάρι να γίνεται δέκτης δύσοσμων αερίων.

Σαν αξεσουάρ είναι λίαν βοηθητικό και πρακτικό, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες, που (1) μπερδεύεται με το κανονικό μαξιλάρι του χρήστη και (2) ο κοιμώμενος χρησιμοποιεί ως τέτοιο το μαξιλάρι της/του συγκοιμώμενης /-νου γκόμενας / συζύγου, κτλ.

Άσε φίλε, μπέρδεψα χθες το μαξιλάρι μου με το κλανομαξίλαρο και το πρωί έζεχνα κλανίλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί περιγραφή χρώματος (!) και εντάσσεται σε μία ευρύτερη ομάδα λέξεων που προσπαθούν να προσδιορίζουν ακαθόριστα χρώματα και αποχρώσεις.

Όλα ξεκίνησαν πριν από πολλά χρόνια με τις γυναίκες κυρίως να χρησιμοποιούν κάτι περίεργες λέξεις για να περιγράψουν διάφορα χρώματα και αποχρώσεις, κυρίως ρούχων και υφασμάτων, ενίοτε και άλλων πραγμάτων όπως μαλλιών, ψιμυθίων, αξεσουάρ, κ.λπ. Οι λέξεις αυτές ήταν εντελώς ακατανόητες από την πλειονότητα των αρσενικών που στην καλύτερη περίπτωση ζητούσαν επεξηγήσεις, συνήθως όμως περιορίζονταν σε συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού. Το ελληνικό λεξιλόγιο εμπλουτίστηκε πάραυτα με λέξεις αμφίβολης προέλευσης που επιπλέον τις χαρακτήριζε η θολούρα ως προς την ουσία του χρώματος που σκόπευαν να περιγράψουν, όπως για παράδειγμα:

Εκρού - καθώς και εκρού του νεκρού (σε μια απέλπιδα προσπάθεια επεξήγησης) -, ιβουάρ, εκάι, πετρόλ, αρζάν, βεραμάν, καφέ-ο-λέ, παστέλ, οφ-μπλακ, λιλά, άσπρο του πάγου, αλλά και λουλακί, κροκί, κοραλί, ουρανί, κ.λπ. Καθώς το πράγμα ξεσάλωνε περαιτέρω, επιστρατεύτηκε το φυτικό βασίλειο (σαπιομηλί, λαχανί, φυστικί, ροδί, κανελί, λαδί, κυπαρισσί, καροτί, ροδακινί, κ.λπ) αλλά και το ζωϊκό (ποντικί, ελεφαντί, τιγρέ, λεο-παρδαλέ, καναρινί, κορακί, κ.λπ).

Μέχρι εδώ, οι λέξεις αυτές δεν συνιστούν αργκό παρά την εισβολή τους στην καθομιλουμένη. Το θέμα που μας αφορά όμως εδώ είναι η εξέλιξη αυτής της παλέτας που συν τω χρόνω πήρε τη μορφή καζούρας. Πολλοί ήταν αυτοί που, ορμώμενοι από αυτές τις περίεργες περιγραφές χρωμάτων, άρχισαν να τις περιπαίζουν και να αυτοσχεδιάζουν με αποτέλεσμα την επέκταση σε ακόμη πιο σουρεάλ αποχρώσεις.

Στην αρχή έκαναν αθώα την εμφάνισή τους πιο χειροπιαστά χρώματα όπως το σκατί, το κουραδί, το τσιρλί, το κατρουλί, το μυξί, για να προστεθούν σύντομα πιο αφηρημένα «χρώματα» όπως το κλανί, το πορδί, το καμπινεδί (το οποίο απαντάται ως προσδιορισμός, π.χ. ροζ καμπινεδί), το κομοδινί κ.ο.κ., καθώς και το κλασικό πλέον σιμπιζάκι (από το γνωστό ανέκδοτο).

Έτσι πλέον μιλάμε για μία γκάμα λέξεων που χρησιμοποιούμε πια στην καθομιλουμένη και μπορεί να χαρακτηριστεί αργκό, όταν θέλουμε να περιγελάσουμε πρόσωπα, αντικείμενα και καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από περίεργες έως ανέφικτες πλην όμως γελοίες «χρωματικές αποχρώσεις». Το «κλανί» αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εν λόγω συλλογής.

1
- Χρυσή μου, πού να στα λέω... εχτές έπεσα πάνω στην Σούλα που έβγαινε από το κομμωτήριο και κόντεψα να παραπατήσω! καλέ τι φανταχτερό κομοδινί έβαψε το μαλλί της!
- Α ναι, την είδα κι εγώ το πρωί στη στάση, καλέ αυτό δεν είναι κομοδινί, προς το πορδί φέρνει για την ακρίβεια!

2
- Κόψε σαραβαλάκι ο παππούς, πώς κυκλοφορεί ρε τούτο ακόμη!
- Κορόλα του '60 φίλε, η πρώτη που κυκλοφόρησε! και από χρώμα δεν μπορείς να πεις ε; σκίζει το τσιρλί!
- Τι τσιρλί ρε, κλανί δε λες καλύτερα;!

Οινοπνευματί Χριστουγεννιάτικη μπάλα. Η συγκεκριμένη απόχρωση απαντάται και στο μαλλί κυριών μιας κάποιας ηλικίας. (από allivegp, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το πολύ βρόμικο ρούχο, που έχει πιάσει μάκα. Λόγοι που μπορεί ένα αθώο ρουχαλάκι να μετατραπεί σε αποκρουστική κλέτσα, είναι συνήθως ο υπερβολικός ιδρώτας, η σκόνη, διάφορα υγρά του έρωτα, ή ο συνδυασμός αυτών. Η κλέτσα πρέπει να καθαρίζεται, να πετιέται ή να καίγεται άμεσα, ανάλογα τα βίτσια του κατόχου της.

  2. Μεταφορικά, μια προσβλητική προσφώνηση παρόμοια με τη «γαλότσα».

  1. Πω πω μαλάκα, μετά το κάμπινγκ όλα μου τα ρούχα έχουν γίνει κλέτσες! Στον κλίβανο θα πάνε!

  2. Άσε μας μωρή κλέτσα κι εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοδήποτε ανάγνωσμα (περιοδικό, εφημερίδα, βιβλίο, οι οδηγίες στη συσκευασία της χλωρίνης ή του σαμπουάν) που φυλάσσεται στην τουαλέτα προς χρήση κατά την ώρα της αφόδευσης.

Ο Φαίδων είχε ήδη διαβάσει όλα τα χεστικά, ακόμη και τα τασιενεργά συστατικά του Τάιντ, και μετάνιωσε που δεν είχε πάρει μαζί του την εφημερίδα.

Η λέξη, ο ορισμός και το παράδειγμα πρωτοεμφανίστηκαν στο Πλαθολόγιο του Λύο Καλοβυρνά.
Βλέπε ειδικότερα και περιοδικό τουαλέτας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσποιητός βήχας που γίνεται εν ήδη ηχητικού εφέ με σκοπό την κάλυψη ήχου κλανιάς. Η επιτυχία του εφέ εξαρτάται από τα παρακάτω:

α. την απόσταση του κλανοβήχτη (θύτη) από τον-ους κοντινότερο-ους παρατηρητή-ες (θύμα-τα),
β. την γωνία πρόπτωσης του ηχητικού κύματος στο αυτί του θύματος,
γ. την μυρωδιά της κλανιάς,
δ. την ένταση του ήχου της κλανιάς,
ε. την χροιά και ένταση του βήχα,
στ. την χροιά και ένταση του υπολοίπου ηχητικού περιβάλλοντος.

Και εξηγώ.

α. Σε περίπτωση που το θύμα βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 42 εκ. από το θύτη το ηχητικό εφέ έχει πολλές πιθανότητες αποτυχίας εκτός και αν τα β-στ βρίσκονται στο βέλτιστο για τον θύτη.
β. Η γωνία πρόπτωσης είναι σημαντική μεταβλητή καθώς επηρεάζει την ένταση του ηχητικού κύματος. Γενικά η ορθή γωνία είναι μη επιθυμητή.
γ. Σε περίπτωση που η κλανιά ανήκει στις κατηγορίες Θου-Βου ή τζούφιας (βλέπε σχετικό λήμμα) ακόμα και ένα επιτυχημένο ηχητικό εφέ ακυρώνεται.
δ. Προφανής σχέση. Λεβεντόπορδοι, κρότου-λάμψης και σωβρακοξεσκίστρες καλύπτονται πολύ δύσκολα και μόνο ίσως με την προσομοίωση βήχα κοκκύτη ή άλλης βαριάς πνευμονοπάθειας. ε. Ίσως η σημαντικότερη μεταβλητή. Σκοπός του θύτη είναι με τον βήχα να δημιουργήσει συχνότητες ηχητικών κυμάτων τα οποία είναι συμπληρωματικά του ήχου της κλανιάς αλλά μεγαλύτερης έντασης και ως εκ τούτου το παραγόμενο ηχητικό αποτέλεσμα να φέρει περισσότερο προς βήχα.
στ. Και εδώ η σχέση είναι προφανής. Ο κλανόβηχας έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας σε περιβάλλοντα με πολύ κόσμο και αρκετό θόρυβο (αν το γ δεν είναι θανατηφόρο φυσικά).

Ο κλανόβηχας εξασκείται κυρίως σε περιπτώσεις τρυφερού τετ-α-τετ, επαγγελματικής συνάντησης, και συναφών κοινωνικών εκδηλώσεων και όπως γίνεται αντιληπτό υπάρχουν πολλοί συνδυασμοί αποτυχίας και ανάλογοι επιτυχίας του ηχητικού αυτού εφέ.

Ο όρος πορδόβηχας πρέπει να θεωρείται συνώνυμο (και αυτή τη φορά δεν βάζω άλλο λήμμα γιατί θα με μαυρίσετε, όπως βλέπετε μαθαίνω).

Το κλανόγελο είναι συναφής όρος αλλά όχι συνώνυμο.

Αποτυχία ο κλανόβηχας ρε μαλάκα, σε πήραμε χαμπάρι έχει βρομίσει ο τόπος!

(από costasl, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός χρησιμοποιημένης κάλτσας (4ο Στάδιο), κατά το οποίο ενδέχεται να τραπεί σε φυγή (προς αποφυγήν επαναχρησιμοποίησής της) δια της πτητικής οδού. Πληθυντικός «οι μπεκάλτσες» ή ένα «μπεκάλτσικο σμήνος». Ιδιαίτερα επικίνδυνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

1ο Στάδιο - Σκοτώνει κουνούπια από απόσταση

2ο Στάδιο - Την πετάς και κολλάει στο ταβάνι

3ο Στάδιο - Την πετάς στο ταβάνι και σπάει

4ο Στάδιο - Πετάει μόνη της (μπεκάλτσα)

- Πώπω, ρε συ Μήτσο, τι μπόχα είναι αυτή! Η κάλτσα σου βρωμάει..,
- Ναι ρε άσε, και να φανταστείς μόνη της έμεινε από χθες. Η άλλη έγινε μπεκάλτσα και την κοπάνησε.

Μπεκ προσαρμοζόμενο σε κάλτσα για κατευθυνόμενη έκχυση βρωμιάς σε συγκεκριμένο στόχο (από GATZMAN, 20/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άθλημα στο οποίο οι παίκτες συναγωνίζονται στο κλάσιμο. Οι κανόνες είναι απλοί:

Ηχηρή χωρίς βρόμα = 1 πόντος.
Ηχηρή με βρόμα = 2 πόντοι.
Φυσηχτή χωρίς βρόμα (σπάνιο) = 0,5 πόντοι.
Φυσηχτή με βρόμα (άλλως «μοβόρα») = 2,5 πόντοι.
Βραστή = τρίποντο.

Σε περίπτωση που ένας παίκτης χεστεί κατά τη διάρκεια του αγώνα, χάνει και βγαίνει από το παιχνίδι (για να πάει στο γκαμπινέ να σκουπιστεί/να πλυθεί ή να συνεχίσει το χέσιμό του ανενόχλητος).

Όπως σε κάθε άθλημα, η προπόνηση παίζει μεγάλο ρόλο, όπως και η κατάλληλη προθέρμανση και προετοιμασία (κατανάλωση οσπρίων, κρύου γάλακτος κ.τ.λ.).

- Παίζουμε (το) πορδόσφαιρο;
- Πάλι τα ίδια; Αφού όλο χέζεσαι και χάνεις, ρε πισωγλέντη.

Εσφαλμένα αναφέρεται ως "πορδοποδόσφαιρο", καθότι οι καλλιτέχνες δεν γνώριζαν την "απλολογία" (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σταυρόλεξο που μας κρατάει παρέα κατά τη διάρκεια της αφόδευσης.

ρήμα: χεζολύνω (λύνω χεζόλεξο)

«Μονάρχης της Ουγκάντα», φώναξε ο Κώστας από την τουαλέτα.

«Αμιν Νταντά», του απάντησα. Πάλι είχε πλακωθει στο χεζόλεξο και άντε να τον βγάλεις από 'κει.

Βλ. και χεστικό, χεσύντροφα, έντυπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified