Αυτός που πουλάει αέρα - κοροϊδεύει δηλαδή.
- Θα ψωνίσουμε από τον Τάκη;
- Τι λες ρε... απ' αυτόν τον κουραδέμπορα;
Αυτός που πουλάει αέρα - κοροϊδεύει δηλαδή.
- Θα ψωνίσουμε από τον Τάκη;
- Τι λες ρε... απ' αυτόν τον κουραδέμπορα;
Got a better definition? Add it!
Ο μυξιάρης, που ψάχνει για κοιτάσματα πετρελαίου στα ρινικά του σπήλαια.
- Καλώς το μυξοβοσκό! Βρήκες κάνα κοίτασμα ή θα παγώσουμε πάλι, τόσο ακριβό που είναι το πετρέλαιο;
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.
- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.
Got a better definition? Add it!
Παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτης με τάση προς στην κοπρολαγνία.
Εκ του Francis Ford Copprola.
- Γάμησε με από κώλο και μετά έλα να σου γλείψω την τσαπού.
- OMG ρε Κόπρολα!
Got a better definition? Add it!
Χωρίς να είναι ιδιαίτερα χυδαία λέξη, βρίσκω ότι είναι ικανοποιητικά προσβλητική. Υποθέτω ότι είχε μεγάλη φαντασία αυτός που την εμπνεύστηκε, το μυαλό πάει στο τελικό προϊόν που προκύπτει αν περάσουμε 2-3 μεγάλες κουράδες από μια μηχανή του κιμά, και voila έτοιμος ο σκατοκιμάς.
(Απόσπασμα από sms που έστειλε άγνωστος σε γνωστό μου τα Χριστούγεννα)
...και να ξέρεις ότι οι αληθινοί άντρες στηρίζουν το σπίτι τους δουλεύοντας, όχι κάνοντας πλιάτσικο όπως εσύ. Είσαι ο μεγαλύτερος σκατοκιμάς του κόσμου...
Βλ. και σχετικό λήμμα σκατομηχανή, η
Got a better definition? Add it!
Ο βρώμικος μέχρι τρομοκρατίας.
-Τι μπιχλάντεν είσαι συ ρε; Βρωμάς από 'δω μέχρι Αμέρικα. Φύγε από δω.
Προφ λογοπαίγνιο με το Μπιν Λάντεν. Βλ. και: ασβός, βρωμέας, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπίχλερμαν, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση υβριστική, νεοεισηχθήσα από του Κρητομακεδόνα καθηγητού Ζουράρις (πώς λέμε Sotis;) ο οποίος, προφανώς, την ανέσυρε από τα Αρχεία των Μεγάλων Παλαιών που ευρίσκονται σε διασύνδεση με την πανεπιστημιακή του γκλάβα.
Προσδιορίζει τον «βρωμιάρη», τον «κλανιάρη», κ.α. τέτχοια.
Ομόηχο του «πορτολάνος», δηλαδή πλοηγός.
Όνομα διάσημου χρήστη της Φρηκιπέδειας (καθότι το γκουγκλάραμε και λίγο, η αλήθεια είναι).
- Είσαι πορδοκλάνος, πεολήπτης και βρακοχέστωρ!
- Άντε πάρε φόρα κι έλα με την όπισθεν !, ρε μπάρμπα!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που εξετάζει ενδελεχώς, με την επιστημονική ακρίβεια και με την σχολαστικότητα ενός προφέσορα τις συνθήκες υγιεινής και καθαριότητας του περιβάλλοντα χώρου, όπου θα εναποθέσει την πολυτιμοτάτη, την ανεκτιμήτου αξίας κουράδα του. Είναι εκείνος ο δυσκοίλιος τύπος, που προ του χεσίματος ψεκάζει και βάζει μαντηλάκια πάνω στις λεκάνες από τις ξένες τουαλέτες, μην τυχόν και πάθει τίποτα μητρικά. Όταν ένας προχέσορας ξεπερνάει τα όρια της υπερβολής χαρακτηρίζεται και ως κοπρίτανης. Χρησιμοποιείται και υποτιμητικά για τον γουόναμπι καταρτισμένο.
- Πήγα στην τουαλέτα και ήτανε χάλια. Γραμμένοι τοίχοι, λερωμένες βρύσες, θαμποί καθρέπτες.
- Εντάξει, σε κωλόμπαρο ήμαστε. Τι περίμενες;
- Κοίτα... Λίγο καθαριότητα δεν βλάπτει, έτσι;
- Έλα ρε προχέσορα.
Και όπως πάντα, σε άρθρο του Δ. Μιχάλη ο πρώτος που σχολιάζει είναι ο προχέσορας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκείνος που τρώει τα καρκάδια από τη μύτη του, ανεξαρτήτου υφής, ξερά, μαλακά,υγρά ή ματωμένα.
Ο καρκαδοφάγος δεν αφήνει τίποτα να πάει χαμένο. Και μπαλάκια να φτιάξει τα τρώει σαν σνακ με το ουίσκι του.
Τον καρκαδοφάγο δεν τον νοιάζει αν τον κοιτάνε, μάλιστα σκαλίζει ακόμα πιο περήφανα την κακομοίρα τη μύτη του που ξεκίνησε Γαλλική όταν γεννήθηκε και έχει γίνει Αρμένικη.
-Λάκη κοίτα την μαντάμ στη στάση.
-Ποπο, παίζει τρελλό σκάψιμο, θα έχει ορυχείο στη μύτη.
-Ωπ, να και ο μεζές, ρε για στάσου, μην μου πεις;
-Το έφαγε αδελφέ.Και ψάχνει για το επόμενο με δύο δάκτυλα.
-Σωστή η κυρία. Κρυφός καρκαδοφάγος μας προέκυψε
Got a better definition? Add it!
Ο βρωμιάρης, που μυρίζει τυρίλες.
- Βρωμάς, ρε τυροβρωμίκουλα. Κάνε κάνα μπάνιο επιτέλους!
Βλ. και: ασβός, ο, βρωμέας, ο, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, λιμοξίφτερος, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, ο, μπόχας, Πασχάλης, χλέμπουρας, τυρί, τυρί, το, κεφαλοτύρι
Got a better definition? Add it!