1. Η γυναίκα, που όπως η Κάρε Ότις στην ταινία «Άγρια Ορχιδαία» κάνει τα αρχιδάκια του κάθε αρσενικού να παθαίνουν ταράκουλο από την υπερπαραγωγή σπερματοζωαρίων.

  2. Ο άνθρωπος που έχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ιδιότητες σε άγριο βαθμό: αρχίδι, αρχιδόπουστας, αρχίδαμος, αρχιδολεβιές σπασαρχίδης ή και σλανγκαρχίδης-σλανγκαρχίδω.

Κάντε το τεστ του Vrastaman στο λήμμα σλανγκαρχίδης, ο - σλανγκαρχίδω, η κι αν έχετε 9 με 10 βαθμούς, τότε είστε άγρια (σλανγκ-)αρχιδαία, αγγλιστί: Wild Slang-orchid !

Άγρια Ορχιδαία & Αρχιδαία! (από Dirty Talking, 11/03/09)Άγρια Ορχιδαία απλώς. (από Dirty Talking, 11/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάθε λογής γυναικείο παπούτσι που σκοπό έχει να κάνει την γυναίκα να μοιάζει με στριπτιζού, βιζιτού, αγριόμουνο, σικ πλουσιέξ, τεσπα το παπούτσι που παραπέμπει σε ανεπανάληπτες στιγμές στο κρεβάτι, στο τραπέζι, στην τουαλέτα, στο αυτοκίνητο και όπου αλλού, σε βρώμικο ή υπέρκομψο γαμήσι, σε ό,τι.

Πρόκειται συνήθως για παπούτσια τα οποία αφήνουν τα δάχτυλα να φαίνονται, αλλά μπορεί, πχ, να είναι και μπότες. Πολύ συχνά δε είναι σε στυλ πλατφόρμα.

- Άτσα και καβλοπάπουτσο το Κατερινάκι μες το ντάλα χειμώνα; Τι έγινε ρε παιδιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified