Η ατημελήτως ξυρισμένη ή παντελώς αξύριστη θήλεια γάμπα, ως σλανγκιστί εκαλείτο κατά την των 90αζ δεκατίαν, ήτις καθίσταται εμφανής υπό του αδυνάτου ίνα κρύψει τις λεπτομέρειες καλσόνιου, ιδίως δε του λευκού.

(2 φίλοι στο Άλσος σχολιάζουν τον 3ο φίλο για το νέο του αμόρε)

1ος: Ωραίο το μικρό του Τόλη... Λίγο το δοντάκι το πεταχτό, λίγο το μαλλάκι αφανέ, αλλά θα το στρώσει, αυτός. Θα το σουλουπώσει...
2ος: Δεν είδες χαμηλά τι παίζει, φίλε, όμως! Δεν είδες τον καραπιάλη, να σε σκιάξει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αγαπημένος κωλόφαρδος γερμανός μας....

Ως σλανγκ, ο όρος ρεχάγκελ έχει τις δύο ακόλουθες σημασίες:

1) Του απελπιστικά κωλόφαρδου, αυτού που έχει άστρο, που κερδίζει το τζόκερ χωρίς να παίζει, κ.λ.π. Η εξήγηση περιττή.

2) Του οποιουδήποτε Γερμανού ή Γερμανίδας. Αυτό συμβαίνει διότι, πρώτον τα γερμανικά ονόματα είναι πολύ «ξένα» για εμάς (ηχητικά), που τείνουμε να τα πολτοποιούμε και να τα κατηγοριοποιούμε. Οπότε τα αντικαθιστούμε με το Ρεχάγκελ, που τον συμπαθούμε κιόλας. Παλαιότερα οτιδήποτε γερμανικό το λέγαμε «Χίτλερ». Βέβαια αυτό αναφερόταν στα αρνητικά, ενώ το ρεχάγκελ το χρησιμοποιούμε κυρίως με τη θετική έννοια.

  1. - Και σκάει μύτη ρε μαλάκα μύτη ο Μάκης, που δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του, με μια αμαξάρα δώδεκα μέτρα....
    - Πού την βρήκε ρε μαλάκα;
    - Κληρονόμησε ρε μαλάκα έναν θείο, που ούτε που τον ήξερε ο ρεχάγκελ!!! Ξαφνικά τον ειδοποίησε ένας συμβολαιογράφος από την Κεφαλλονιά, ότι είναι ο μοναδικός κληρονόμος ενός μπάρμπα από το Αμέρικα. Ο οποίος λέει ήταν ο βασιλιάς της κέτσαπ!
    - Μπράβο του του κωλόφαρδου....

  2. - Καλά, μας έχουν πρήξει με την Μέρκελ και τους άλλους της siemens.

- Ναι κάθε μέρα βγαίνει ένας ρεχάγκελ στην τηλεόραση και μας λέει ότι σπαταλάμε λέει πολλά και θα μας κόψουν τους μισθούς κλπ... Θα μας κάνουν να βγάλουμε την Παπαρήγα πρωθυπουργό, έτσι που το πάνε.

(από Μάγιστρος, 10/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επώνυμο ποδοσφαιριστή που για μια σεζόν φόρεσε τα χρώματα της ΑΕΚ, διακρίθηκε για τη συνεισφορά του ως παλτό (βλ. λήμμα) στον πάγκο της και έκτοτε καθιερώθηκε ως συνώνυμο της διάψευσης των προσδοκιών για την έλευση ενός «μεγάλου ονόματος» σε μια ομάδα.

- Ρε μαλ, είδε τί υποσχέθηκε ο Πρόεδρος; Θα μας φέρει όνομα φέτος το καλοκαίρι που θα κάνει πάταγο!
- Τσσσ... Πάλι ψιλο γαζί σας δουλεύει. Τον Ραμπεσαντρατανά θα σας φέρει, να μου το θυμηθείς!

Eric Rabesandratana (από allivegp, 14/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όνομα παλιού ποδοσφαιριστή, επικράτησε ως επίθετο που χαρακτηρίζει τον ορμητικό, ασυγκράτητο.

Έμπαινε γιούτσο, μην μασάς σε παίρνει!

Από το 1968 (από poniroskylo, 03/06/08)Από το 1973 (από poniroskylo, 03/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάζο, καθώς και η αξύριστη.

Κόψε ρε μαγκίτη τον βαμβακούλα;! Μαλωμένη με το ξυράφι, κουμούνα και φεμινίστρια!

(από Khan, 23/09/10)Πνίχτε Λούγκρες τα Κουνέλια - Βαμβακούλας (από Cunning Linguist, 23/03/12)

Από τον υπερ-cult 80s ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Βαμβακούλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση-φόρος τιμής στον γνωστό ποδοσφαιριστή. Χαρακτηρίζει τις κοπέλες οι οποίες είναι εμφανίσιμες αλλά συνήθως είναι βαμμένες σαν κλόουν και ντυμένες λες και πάνε στην «κλινική live». Τα άτομα αυτά προσπαθούν να τραβήξουν τα ανδρικά βλέμματα περπατώντας συνεχώς πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, οριζιντίως-καθέτως, κάνοντας δηλαδή πολλά χιλιόμετρα. Ο δικός τους αγωνιστικός χώρος είναι πανεπιστημιακοί χώροι και κυρίως τα αναγνωστήρια όπου επικρατεί μια σχετική ησυχία και ο χτύπος των τακουνιών τους ταράζει τα λιμνάζοντα νερά.

-Πωωωω ρε Μπάμπη τι μωρό είναι αυτό;
(2 λεπτά μετά)
-Ρε Μπάμπη η κουκλάρα ξαναπέρασε. κοίτα!
(2 λεπτά μετά)
-Μπάμπη Μπάμπη, πάλι πάλι!
(2 λεπτά μετά)
(Μπάμπης): Ξέρω ρε μαλάκα, τον είδα τον Καραγκούνη, με τόσα χιλιόμετρα που 'χει κάνει, σκάσε και διάβαζε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατήγορία γυναικών που αν έπαιζε μπάλα θα 'ταν ο Τσιάρτας. Με λίγα λόγια ωραίες κοπέλες ιδιαίτερα κομψές και αέρινες με μια χάρη ένα κάτι που άμα θέλουν μπορούν, αλλά δε θέλουν...

Ασπαζόμενες όμως το δόγμα τσιάρτα (Έλα μωρέ ποιος τρέχει τώρα; άραξε, έχει και ίσκιο και άμα βγάλουμε 2-3 μπαλιές πέρασε η μέρα) καταλήγουν να γίνονται συχνά γκόμενες αστερίες και θεωρώντας ότι αφού είναι καλές γκόμενες το χρέος τους το 'καναν όποτε οι άντρες πρέπει να κάνουν όλοι τη δουλειά συμπεριλαμβανομένου του να καυλώνουν από μόνοι τους. Τέλος, συχνά είναι πιο βαρετές και από ούγγρο τροβαδούρο.

-Μαλάκα τι ωραία κοπελίτσα αυτή εκεί!!!
-Άσε την ξέρω... Τσιάρτας είναι... Άμα πας να τη μιλήσεις πάρε και ένα gameboy να περνάει και η ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified