Από την ελληνική λέξη μπάφος. Συνήθως έτσι ονομάζεται ο μπάφος στα σπίτια των Ελλήνων φοιτητών που σπουδάζουν κυρίως στο UK.

- Yo chickano στρίβουμε κάνα μπέιφ;
- Άντε κάνε δουλειά chiiiiiiiiiiiiiiick.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαϊδευτικά το αιρκοντίσιον. Αιρκοντίσιον > αρκουδίσιον > αρκούδι. Ταιριάζει σε μικρά κλιματιστικά αυτοκινήτου. Όχι τίποτα θηρία επαγγελματικά.

- Κορίτσια μήπως ενοχλεί το αρκούδι πίσω που κάθεστε, να το κλείσω;
- Όχι, απλά θα πληρώνεις τους γιατρούς μετά που θα αρρωστήσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άφρακτο παραπλήσιο ασύρματο δίκτυο, εις ο συνδεόμεθα λάθρα. Από εδώ.

Να τους έχει καλά ο Θεός τους απανταχού γείτονετ (ας κάνουμε όλοι όμως συνετή χρήση).

— Τι έγινε τελικά έβαλες ιντερνέτ στο σπίτι;
— Για την ώρα βολεύομαι με ένα γείτονετ. Ξέρεις, κάνα μαίηλ, στοίχημα και χρηματιστήριο. Άμα το κλειδώσει θα δω.

(από GATZMAN, 16/11/10)

Βλέπε και γειτόνεξ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Ελληνοαμερικανική διάλεκτο το κοράκι αναφέρεται στο νόμισμα των 25 σεντς (quarter = 1/4 τού δολαρίου). Επειδή είναι σχετικά νόμισμα μικρής αξίας, πήρε μορφή στα Ελληνικά ως «κουωρτεράκι» και συντομεύθηκε ως «κοράκι».

Ρε Χρήστο, για δες αν σου περισσεύει κανένα κοράκι να το βάλω στο παρκόμετρο για να μη μας γράψουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαϊμού είδος ρουχισμού Zara.

[εντελώς κλασμένος μετά από απίστευτη κραιπάλη, γυρνάς σπίτι και προσπαθεί ο φίλος σου να βγάλει το παντελόνι του χωρίς να βγάλει τα παπούτσια του και το σκίζει]

- Ρε συ, κόψε τους μπάφους, έσκισες το Zara.
- Μην... ανησυχείς... είναι... κινεzara.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός μιας άκρως βαρετής καταστάσης, πληκτικής και κοψοφλεβίτικης φάσης, που λίγο πολύ έχουμε όλοι μας συναντήσει. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει και μια κακή ταινία.

Ξενερουά ματ: δίνουμε έμφαση στην ξενέρα, όταν μάλιστα ακολουθείται από απανωτά και όχι τόσο ευχάριστα γεγονότα!

  1. Κόντεψε να με πάρει ο ύπνος στο σινεμά, ξενερουά ματ η ταινία, άσε που μετά με τραβολογούσαν από τις καφετέριες στα μπαράκια.

  2. Η συνάντηση παλιών συμμαθητών ήταν ότι πιο ξενερουά, ήμασταν ό,τι να 'ναι, σαν άγνωστοι, σαν χαμένοι συγγενείς. Βαρέθηκα τη ζωή μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ντους, η πράξη του σύντομου λουσίματος στα όρθια χωρίς ξάπλωμα στη μπανιέρα. Ξεκίνησε να λέγεται ως ειρωνεία προς όσους αντί για το σωστό ντους (γαλλ. douche) λένε ντουζ, που στα γαλλικά σημαίνει δώδεκα (douze). Σταδιακά, όπως συνήθως συμβαίνει δια της επανάληψης, το ειρωνικό στοιχείο περνά σε δεύτερο πλάνο.

- Να σε περιμένω στις 5:30 σπίτι μου;
- Κάντο καλύτερα 5:45 να προλάβω να κάνω κι ένα δώδεκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για αστεϊστική αντωνυμία του waterproof (αδιάβροχο).

Από το αγγλικό water (νερό) και το ρουφάω.

- Πήγα χθες παραλία και ξέχασα ο μπινές να βγάλω το ρολόι μου...
- Και; Τι έγινε; Χάλασε;
- Γαμησέ τα. Wateρουφ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγεται από την λέξη τσαχπίνης και την πορτογαλική κατάληξη -inio (μετάφραση -ούλης) που δηλώνει καταγωγή ή στυλ βραζιλιάνικο.

Χαρακτηρισμός για ποδοσφαιριστές που, ενώ φαινομενικά μιλάν στο τόπι, επί της ουσίας δεν ανταλλάσσουν ούτε καλημέρα, με τα παρακάτω γνωρίσματα. Η θέση τους βρίσκεται κοντά στη γραμμή του πλαγίου άουτ (σλανγκιστί «ασβέστης»), θεωρούνται διεμβολιστές και ωραίοι ντριπλέρ, και πάντα μα πάντα είναι κάτω του μετρίου και του αναμενόμενου.

Συνήθως κατάγονται από την Βραζιλία, αλλά όχι πάντα. Καθυστερούν όσο δεν πάει άλλο το παιχνίδι της ομάδας τους και, τις περισσότερες φορές, αντί να περνάν τον αντίπαλο τρώνε σαβούρντες περιμένοντας μάταια το κοράκι να σφυρίξει. Δεν δίνουν πάσα ούτε από το δεξί πόδι στο αριστερό. Τα βάζουν με τον κακό προπονητή που δεν τους εμπιστεύεται και οι περισσότεροι λένε για αυτούς «Αν είχε μυαλό αυτός θα έκανε καριέρα».

- Έμαθες τον καινούριο Βραζιλιάνο εξτρέμ που πήρε η ομαδάρα;
- Ναι μωρέ, σιγά τα λάχανα. Άλλος ένας τσαχπίνιο που θα μας ζαλίσει τα ούμπαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο που χαρακτηρίζει ταινίες που σε κάνουν να θες να κρεμαστείς. Επειδή το σχοινί είναι ολίγον παλιομοδίτικος τρόπος αυτοκτονίας, οι σχοινεφίλ ταινίες είναι συνήθως ασπρόμαυρες παλιατζούρες. Αν η ταινία είναι ρώσικη ή όπως λένε τα σχοινεφίλ άτομα (του Σοβιετικού κινηματογράφου), θεωρείται υπερσχοινεφίλ. Ο ιαπωνικός πλέον δεν παίρνει επιπλέον πόντους γιατί έχει γίνει πολύ δημοφιλής στους χιπστεράδες.

Αν η ταινία είναι καινούρια (δεκαετία του '90 και μετά), θεωρείται ποστ - σχοινεφίλ.

- Χθες στην ΕΤ1 πέτυχα μια σχοινεφίλ ταινία από τις Φιλιππίνες. Δεν κατάλαβα Χριστό αλλά είχε ωραία φωτογραφία!

τυπικοί σχοινεφίλ (από manitsa, 26/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified