Ο τελείως φαλάκρας. Ο γλόμπος. El globo στα λατινικά.
- Πώς έγινες έτσι ρε βλάκα;! Χαχαχ...
- Μου κόλλησαν τσίχλα στα μαλλιά και τα πήρα όλα γουλί. Δε γινόταν αλλιώς. Ελ γλόμπο!
Ο τελείως φαλάκρας. Ο γλόμπος. El globo στα λατινικά.
- Πώς έγινες έτσι ρε βλάκα;! Χαχαχ...
- Μου κόλλησαν τσίχλα στα μαλλιά και τα πήρα όλα γουλί. Δε γινόταν αλλιώς. Ελ γλόμπο!
Got a better definition? Add it!
Κατά το ήμισυ λατινογενής φράση, αφού συντίθεται από το ελληνικό «σαύρα» και το ιταλικό «ραγκάτσα», που σημαίνει κοπέλα.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποια κοπέλα είναι πολύ άσχημη.
(εμπνευσμένο από πραγματικό διάλογο σε 5ήμερη εκδρομή λυκείου των Νοτίων Προαστείων)
Αγόρι σε μια κοπέλα γυρισμένη πλάτη αλλά με ωραίο σώμα: -Bella ragazza! (=ωραία κοπέλα)
Το ίδιο αγόρι όταν η κοπέλα γύρισε: -Α!(επιφώνημα φρίκης), σαύρα ραγκάτσα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εθισμός στον πούτσο. Αχόρταγη προσήλωση σε οτιδήποτε έχει το τρίτο και το μακρύτερο... Όπως ο αλκοολισμός, είναι το αίτιο καταστροφής πολλών σχέσεων και οικογενειών.
Συνωνυμα: πουτσοaddicted, τσουποcholic
- Θέλω την πούτσα του Μάκη, του Σάκη, του Τάκη, του Λάκη +........+ Κωστάκη, αλλά ρε συ... θέλω και του Γιωργάκη... Ειμαι πουτσοcholic;
-Ξεκόλλααααα...
Got a better definition? Add it!
Ο τελείως άσχετος με πληροφοριακά συστήματα τύπος που όμως δεν το βάζει κάτω και προσπαθεί. Ο τύπος που, στο μάθημα των υπολογιστών, όταν η δασκάλα έλεγε κουνήστε το ποντίκι μπροστά στην οθόνη, το σήκωνε ψηλά και το κούναγε κυριολεκτικά απέναντι και μπροστά από την οθόνη.
Got a better definition? Add it!
Unpektable. Αγγλιστί. Ο «άπαικτος» χρησιμοποιείται όμως με πιο ειρωνικό τόνο.
Εντάξει ρε φίλε, είπαμε... Eσύ είσαι unpektable!
Got a better definition? Add it!
Άτομο που έχει παραμείνει ξύπνιο σερί τη νύχτα και την ακόλουθη μέρα.
Ο όρος προέρχεται ετυμολογικά από το σερί, αλλά και σημασιολογικά από το επάγγελμα του σερίφη καθεαυτό, που απαιτεί μοναχικές βραδινές βάρδιες.
-Θα έρθεις το βράδυ;
-Μπα χλωμό, επιτέλεσα καθήκοντα σερίφη χθες τη νύχτα με το WoW και είμαι κομματιανός.
Και χτεσινός.
Got a better definition? Add it!
Παραλλαγή της αγγλικής retard (=καθυστερημένος), για άτομα που είναι εκ γενετής καθυστερημένα και στον κόσμο τους. Δεν συμμετέχουν ποτέ σε κουβέντα και δεν καταλαβαίνουν τίποτα, κι όταν τους γίνεται κάποια ερώτηση απαντάνε στο θέμα που συζητιόταν πριν 2 μέρες ή για θέματα που τους απασχολούν, π.χ. βούτυρο ή peanut butter κάτω από τη μαρμελάδα.
Σχετικά: αρπαγμένος, κάθυστερ - καθυστέρα, βραδυφλεγής, Σελήνη, ριτάρντεντ, Κατέλης, μογγόλι, το, ληγμένος, -η, -ο
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για άτομα που εκτελούν καθήκοντα κουβαλητή, χαμάλη. Απο τη λέξη χαμάλης και την αρμένικη κατάληξη -ιαν.
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα που δουλεύει στον πάγκο του μαγαζιού, η μπαργούμαν.
Δες και -μούνα.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άτομο το οποίο όχι μόνο δεν προκαλεί σεξουαλική διέγερση (σεξουαλικά αδιάφορο δηλαδή), αλλά ίσως προκαλεί και τα ακριβώς αντίθετα συμπτώματα.
Αντώνυμο: καυλωτής.
Εκ του λατινικού persona non grata (ανεπιθύμητος, απρόσδεκτος) και του νεοελληνικού κούκου (καύλα, στύση, σεξουαλική διέγερση γενικότερα).
Από τότε που άνοιξα κατά λάθος την πόρτα της τουαλέτας και την είδα να σκουπίζεται, αποτελεί persona non koukou για μένα, όσο μεγάλες βυζάρες κι αν έχει...
Got a better definition? Add it!