Καθαρά αντρικός όρος. Χρησιμοποιείται από κάποιον για να δηλώσει το γαμήσι που ρίχνει σε μια τύπισσα.

Συνώνυμα: θα σε βάλω στη θέση σου, θα σε κανονίσω

  1. - Ρε ωραία η αδερφή σου...
    - Άσε ρε.
    - Σοβαρά ρε... Την τακτοποιεί κανείς;
    - Τι ρωτάς ρε βλάκα;
    - Να ρε, έλεγα αν δεν την τακτοποιεί κανείς να την τακτοποιούσα εγώ ... ξέρεις, να την έβαζα στη θέση της...
    -(ΦΛΑΑΑΑΑΑΠ)
    - 'Ντάξει ρε μαλάκα, μη βαράς! Μια κουβέντα είπαμε...

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη με διπλή σημασία.
1. Η σούζα στα καγκουρίστικα (πρέπει να είσαι λίγο άτομο για να το πεις)
2. Ο πιτσιρικάς στα μάτια μιας διψασμένης για sex σαραντάρας.

  1. - Κι έσκασε μύτη ο ψηλός με τη χουσβάρνα και το σηκώνει ξερολούκουμο μπροστά από το μπατσικό... Μάγκας ο δικός σου, σου λέωωωωωωωωω.

  2. - Ρε φίλε σου λέω με κοίταζε όλο το βράδυ σαν ξερολούκουμο η σαραντάρα...
    - Και μετά;
    - Σπίτι της ρε ... Άσ' το... Με ξεζούμισε ρε... Μου ήπιε το μεδούλι, σου λέω... Θα πάρει καιρό μέχρι να μου ξανασηκωθεί... Με πέθανε!

Mr Υφήλιος 2007 - οκ, δεν είμαι ακόμα σαράντα εντάξει; αχαχαχαχαααα (από Galadriel, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι γκόμενες που, πριν τελειώσουν μια σχέση, έχουν ήδη βρει το επόμενο θύμα. Ακριβώς δηλαδή όπως κάνουν τα πιθήκια... Πριν αφήσουν το ένα κλαδί έχουν ήδη γατζωθεί από το άλλο. Οι γκόμενες δηλαδή που δεν έχουν μείνει ποτέ χωρίς σχέση και συνήθως χαρακτηρίζονται από ανασφάλεια και έλλειψη προσωπικότητας.

- Ρε φίλε, μεγάλη καριόλα αυτή η Μαρία...
- Γιατί ρε; - Πριν χωρίσει με τον Τάκη είχε βρει τον Μάκη για καβάτζα και τον Σάκη σε περίπτωση που στράβωνε κάτι με τον Μάκη...
- Μεγάλο πιθήκι η γκόμενα...

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα...

Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα.

1
- Ωραίο μουνάκι ρε η Σοφία... φαίνεται και εύκολη... θα πάω να χωθώ...
- Αφού δεν έχεις πάπια...
- Ε και;
- Είναι σελογκόμενα.

2
Γιούλη: -Θέλω ο άλλος να είναι ευγενικός, δυναμικός, έξυπνος, αστείος, όμορφος, πιστός. Θέλω να τον θαυμάζω και να έχει μεγάλη πούτσα.
Μαρία: -Εγώ θέλω να έχει μηχανή.

Η Μαρία είναι σελογκόμενα.

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την σύνθετη λέξη «μοτοσυκλετόνι». Το λετόνι είναι ο πίσω σε μια μηχανή, αλλά όχι ο οποιοσδήποτε πίσω...

Έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Κοιτάει δεξιά-αριστερά για να κόψει κίνηση και να δώσει το «παρών», βρίζει τους άλλους οδηγούς που ή κάνανε καμιά μαλακία ή απλά κάνανε το λάθος να βρίσκονται γύρω από τη μηχανή και του σπάνε τα νεύρα. Επίσης όταν δει κανα καλό μουνάκι αρχίζει τα κοπλιμέντα του τύπου «πού 'σαι μωρή καύλα;» ή «τί πάτος είσαι συ μωρό μου» και άλλα τέτοια ωραία. Όταν γίνεται ο απαραίτητος γύρος της πλατείας με καμιά σούζα ή καμιά ξερογκαζιά, φωνάζει σαν τραγί, έτσι για την φάση... Αλλά έχει και άλλα: όταν κατέβει από τη μηχανή θα κρατάει αυτός, περήφανος, το κράνος του οδηγού και θα εισέλθει στη lounge καφετέρια είτε περιχαρής είτε σκληροτράχηλος...

Ο ίδιος δεν έχει μηχανή, θα ήθελε πάαααααρα πολύ όμως, και ξέρει τα πάντα για όλα τα δίκυκλα. Οι κουβέντες του περιορίζονται σε μηχανές και γκόμενες. Τα χαρακτηριστικά του είναι ο φράχτης μαλλί και τα tribal (υπάρχουν ακόμα τέτοιοι τύποι....).

Συμπερασματικά, αφού το λετόνι είναι ο πίσω, ο μοτοσυκ είναι ο οδηγός...

  1. - Είδες ρε φίλε τον Τάκη; Κρατάει κράνος. Πότε πήρε μηχανή;
    - Δεν πήρε ρε, λετόνι είναι... το κράνος του Μπάμπη του σούζα είναι.

  2. - Και κει που κάνανε σούζα δικάβαλο μπροστά από μια γκόμενα, το λετόνι έσκασε κάτω σαν κουράδι... Πολύ γέλιο σου λέω...
    - Χαχαχαχαχαχα.... ε τους γελοίους.....

Λετόνια με λετόνια (από Khan, 29/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πόζερος. Αυτός που δεν ξέρει από μουσική και θεωρεί μαγκιά και ψαγμένη την κολλεγειακή πανκ (και καλά) της Αμερικής. Χαρακτηρίζεται από το επιτηδευμένο χύμα στυλ ρούχων. Οι πιο κουλ τύποι έχουν την πιο περίτεχνη φράντζα και τρύπα στο μάγουλο. Συχνάζει κυρίως στα ΒΠ Αθηνών.

- Ποιοι δεν κουνιούνται καθόλου σε μια συναυλία που τα σπάει;
- Οι ημοκουράδες!!

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ζήτησε και πήρε άσυλο (σίτιση, στέγαση) σε τηλεοπτικούς σταθμούς, αφού εκδιώχθηκε από το σπίτι του λόγω (προφανώς) μαλάκυνσης. Έχει την δυνατότητα να μας ζαλίζει τα αρχίδια με αερολογίες και πίπες, αλλά έχουμε την δυνατότητα να τον νιώσουμε. Επίσης είναι και καραγκιόζης. Μεγάλος.

Πατέρας: -Πρόσεχε μη σε διώξω από το σπίτι...
Γιος: -Σταααααρχίδια μου. Θα πάω να γίνω κακαουνάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Στον πούτσο μου»... λίγο πιο μάγκικα και άνετα.

(Απλός τύπος): Αν σε είδε, αυτό ήταν... τελείωσαν όλα...
(Μάγκας τύπος, άνετος): Πότσομο...

σκανδιναβικό? (από MXΣ, 26/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εθισμός στον πούτσο. Αχόρταγη προσήλωση σε οτιδήποτε έχει το τρίτο και το μακρύτερο... Όπως ο αλκοολισμός, είναι το αίτιο καταστροφής πολλών σχέσεων και οικογενειών.

Συνωνυμα: πουτσοaddicted, τσουποcholic

- Θέλω την πούτσα του Μάκη, του Σάκη, του Τάκη, του Λάκη +........+ Κωστάκη, αλλά ρε συ... θέλω και του Γιωργάκη... Ειμαι πουτσοcholic;
-Ξεκόλλααααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καραγκιόζης, ο σκουληκαντέρης. Ο «έχω πάντα την σωστή, καλή, ανυπέρβλητη άποψη». Ο γλείφτης κώλων, το τσιράκι, το λαμόγιο, ο ξερόλας, ο φλούφλης. Ο ανίκανος γιάπης γραφιάς. Το παράδειγμα προς αποφυγή κάθε αποφοίτου των ΜΜΕ.

1
«Και προσοχή μην καταντήσετε Πρετεντέρηδες»
(λόγος καθηγητή προς τους πτυχιούχους των ΜΜΕ)

2
Μην είσαι τόσο Πρετεντέρης, ρε μαλάκα. Μου σπας τον πούτσο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified